Την πρόθεσή της να προχωρήσει στην εξαγορά, έναντι του ποσού των 20 εκατ. ευρώ, της αεροπορικής εταιρείας Νiki αλλά και να παράσχει πρόσθετη ρευστότητα 16,5 εκατ. ευρώ, ανακοίνωσε η εταιρεία IAG στην οποία ανήκει η British Airways, η Iberia κ.ά.

Με την ολοκλήρωση της πώλησης, η οποία εκτιμάται εντός του Φεβρουαρίου, μπαίνει τέλος στις περιπέτειες της αυστριακής αεροπορικής που είχε ιδρύσει ο πρώην πρωταθλητής της Formula 1 Νίκι Λάουντα το 2003 και την οποία είχε εξαγοράσει η Air Berlin από τα τέλη του 2011.

Στόχος της IAG είναι να ενσωματώσει την εταιρεία στον μεταφορέα χαμηλού κόστους Vueling που διαθέτει και να απασχολεί περίπου 740 από τους 1.000 πρώην υπαλλήλους της Niki. Για τον λόγο αυτό και η συναλλαγή θα πραγματοποιηθεί από αυστριακή νεοσυσταθείσα θυγατρική της Vueling και αρχικά θα λειτουργεί ως ξεχωριστή επιχείρηση. Οπως δήλωσε ο Γουίλι Γουόλς, διευθύνων σύμβουλος της IAG, «η Niki ήταν το πιο οικονομικά βιώσιμο τμήμα της Air Berlin και η εστίασή της στα ταξίδια αναψυχής σημαίνει ότι συνδυάζεται εξαιρετικά με την Vueling. Η συμφωνία αυτή θα επιτρέψει στη Vueling να αυξήσει την παρουσία της στην Αυστρία, τη Γερμανία και την Ελβετία και να προσφέρει περισσότερες επιλογές για αεροπορικά ταξίδια χαμηλού κόστους στους πελάτες της».

ΤΙ ΑΓΟΡΑΣΑΝ. Τα περιουσιακά στοιχεία της Niki περιλαμβάνουν 15 αεροσκάφη τύπου Α320 και υποδομές σε αεροδρόμια όπως αυτά της Βιέννης, του Ντύσελντορφ, του Μονάχου και της Ζυρίχης.

Η εταιρεία IAG ήταν τελικά ο μοναδικός υποψήφιος για τη Niki, αφού σύμφωνα με πληροφορίες είχε προσφέρει το υψηλότερο ποσό για την απόκτησή της. Στους υποψήφιους συμμετείχε αρχικά και ο ιδρυτής της Niki, Νίκι Λάουντα όπως και οι τουριστικοί πράκτορες Thomas Cook και Tui. Σύμφωνα με ανακοίνωση της IAG, περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το δίκτυο, την επωνυμία και τις διαδρομές της νέας θυγατρικής θα γίνουν γνωστά το επόμενο διάστημα.

Η Niki είχε αρχικά συμπεριληφθεί στα περιουσιακά στοιχεία που η Lufthansa είχε συμφωνήσει να αγοράσει από την Air Berlin, όμως τελικά εγκατέλειψε τα σχέδια αγοράς του αερομεταφορέα εξαιτίας της αυξανόμενης πίεσης από τις Αρχές ανταγωνισμού της ΕΕ.