Ενας δημόσιος οργανισμός πρέπει να λειτουργεί με μόνιμο προσωπικό προκειμένου να εξασφαλίζεται η ομαλή και αποτελεσματική του λειτουργία, επενδύοντας στην συνεχή του κατάρτιση και στην αξιολογική του εξέλιξη.
Σε ορισμένες περιπτώσεις όταν υπάρχουν έκτακτες ή αυξημένες εποχιακές ανάγκες, θα πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα για επιπλέον προσλήψεις περιορισμένου χρόνου και για συμβάσεις με τον ιδιωτικό τομέα.
Τέτοιες περιπτώσεις στο χώρο της υγείας αποτελούν τα δημόσια νοσοκομεία και τα κέντρα υγείας σε τουριστικές περιοχές κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών ή όταν υπάρχει κάποια σημαντική έλλειψη στο προσωπικό –π.χ. αναισθησιολόγος σε χειρουργική μονάδα που θα πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα.
Αυτό όμως που συμβαίνει στο ΕΣΥ, αλλά και σε άλλες περιπτώσεις όπως στις ΟΤΑ, αποτελεί ένα ιδιαίτερα προβληματικό εργασιακό καθεστώς διότι ο μεγάλος αριθμός μη μόνιμου προσωπικού δυσχεραίνει την αποτελεσματική λειτουργία του. Το γεγονός ότι στον ίδιο χώρο εργάζονται άτομα με διαφορετικές σχέσεις εργασίας υπονομεύει την ενότητα και τη συνοχή του ανθρώπινου δυναμικού, προκαλεί αντιπαραθέσεις διαφορετικών συμφερόντων ή διεκδικήσεων, ενώ η εργασιακή ανασφάλεια του μη μόνιμου προσωπικού, εκτός από πηγή επιπρόσθετου στρες που απειλεί την υγεία του, αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για τη μέγιστη δυνατή απόδοσή του. Ειδικά στο χώρο της υγείας οι εξειδικευμένες γνώσεις και δεξιότητες που απαιτεί κάθε θέση εργασίας αποκτούνται με την πάροδο του χρόνου.
Τις αρνητικές αυτές επιπτώσεις τις αντιμετώπισα πρόσφατα, όταν έληξαν οι συμβάσεις εργαζομένων στα δύο νέα πολυδύναμα δημοτικά ιατρεία του Δήμου Αθηναίων, στην Κυψέλη και στα Πατήσια, των οποίων έχω την επιστημονική εποπτεία.
Το πρόβλημα αυτό είναι σαφές ότι προκύπτει λόγω του περιορισμού των προσλήψεων μόνιμου προσωπικού στα πλαίσια των μνημονιακών μας υποχρεώσεων, αλλά θα μπορούσε να περιοριστεί εάν η πολιτική ηγεσία προχωρούσε σε επανασχεδιασμό και ανακατανομή των μονάδων και του προσωπικού του ΕΣΥ με βάση τις ανάγκες υγείας κάθε περιφέρειας.
Ο Γιάννης Τούντας είναι καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, διευθυντής του Κέντρου Μελετών Υπηρεσιών Υγείας καθώς και του Ινστιτούτου Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής.