Η διχοτόμηση του κόσμου σε Είναι και Φαίνεσθαι έγινε από τον παλαιότερο των προσωκρατικών, τον Θαλή από τη Μίλητο. Αυτός πρώτος εμπειρικά παρατήρησε κάτι που ο καθένας θα μπορούσε να διαπιστώσει αν είχε το δαιμόνιο της περιέργειας ανεπτυγμένο σε υπέρτατο βαθμό. Επειδή, λέει η φιλοσοφική ανεκδοτολογία, γκρίνιαζε για το νερό που του θέρμαινε η γηραιά οικονόμος του, που άλλοτε του φαινόταν πάγος και άλλοτε ζεματιστό όταν έμπαινε στη λεκάνη να πάρει το λουτρό του, ενώ εκείνη τον διαβεβαίωνε πως το είχε δοκιμάσει να είναι χλιαρό, το έκανε πρόβλημα και διαπίστωσε πως κρύο του φαινόταν όταν έμπαινε στο λουτρό κατευθείαν από το ζεστό του κρεβάτι, και ζεματιστό όταν ερχόταν από το ύπαιθρο και μάλιστα με χιονιά.
Αν δηλαδή ο δίδυμος, αν υπήρχε, αδελφός του που έπαιρναν ταυτόχρονα στο ίδιο νερό το μπάνιο τους ερχόταν από τον δρόμο, θα έβρισκε την ίδια στιγμή το νερό ζεστό και ο ίδιος ερχόμενος από το ζεστό κρεβάτι του θα το έβρισκε μπούζι. Το ίδιο νερό!
Πρώτη διαπίστωση: Το ίδιο νερό την ίδια στιγμή μπορεί να Φαίνεται και κρύο και ζεστό.
Σε άλλες περιπτώσεις βρώμικο και καθαρό, ανάλογα με την ευαισθησία του δοκιμαστή. Στον πιθανό αγοραστή ακριβό ή φθηνό. Σε δύο ή περισσότερους πότες γλυφό ή αρμυρό κ.τ.λ. Το ίδιο νερό, άρα, άλλο πράγμα Είναι και άλλο πράγμα κάθε φορά Φαίνεται.
Δεύτερη γενίκευση τώρα: Ολα όσα φαίνονται, τα φαινόμενα, είναι κατηγορήματα, ιδιότητες, ποιότητες, ποσότητες κ.τ.λ. αυτού που πραγματικά Είναι κάτι. Ο Θαλής θεμελίωσε την πρώτη και γενικότερη διαίρεση των φυσικών γεγονότων.
Ετσι μια πρωία στη Μίλητο έξι αιώνες π.Χ. αποκόπηκε από τον μύθο η γνώση.
Εκτοτε οι επιστήμες 2.700 χρόνια μελετούν τα φαινόμενα, υλικά, πνευματικά, ψυχικά και η φιλοσοφία ερίζει συνεχώς –και καλά κάνει –για το Είναι. Το αριστοτελικό όντως ον. Την πρώτη αιτία, την Αρχή, το Γένοιτο.
Εκανα αυτή την αναγκαία απλούστευση της μεγάλης περιπέτειας του ανθρώπινου πολιτισμού για να τονίσω την ένταξη αυτών των θεμελιωδών αιτημάτων του πνεύματος στο θέατρο από τον Πιραντέλο.
Σπεύδω εδώ να υπενθυμίσω ότι ο σικελός αυτός νομπελίστας πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας μπήκε αργά στα προβλήματα της Σκηνής. Οι μεταπτυχιακές σπουδές του ήταν στη Γερμανία πάνω στη φιλοσοφία και μάλιστα στον έλληνα συρακούσιο φιλόσοφο Εμπεδοκλή, έναν από τους μεγαλοφυείς Χωρίζοντες φιλοσόφους, δηλαδή από εκείνους που διέκριναν στη φύση αιώνιες και άφθαρτες, αθάνατες ουσίες και μια ποικιλία φθαρτών φαινομένων που υπόκειντο στη γέννηση και τον θάνατο, στον έρωτα και την Εριν (Εριδα). Αυτή είναι η θεμελιώδης θεωρία του αρχαίου έλληνα συρακούσιου φιλοσόφου (στη γενέθλια πόλη του Πιραντέλο στη Σικελία, ο κόλπος που την περιβάλλει ονομάζεται Γκόλφο ντι Εμπέντοκλε!).
Ηταν λοιπόν αναμενόμενο ένα παιδί φανατικό για γράμματα να στραφεί προς την αρχαία σκέψη και να μελετήσει τους προσωκρατικούς πατέρες και μάλιστα τους πατριώτες!
Ο Πιραντέλο υποστήριζε πως και η καταγωγή του ήταν ελληνική. Είναι γνωστό πως μετά την κατάκτηση από τους Οθωμανούς της Πελοποννήσου, πολλοί πλούσιοι Μανιάτες κατέφυγαν στη Σικελία και στην Κορσική (κάποιοι υπερβολικοί εθνολάτρες θεωρούσαν πως και το όνομα Bonaparte του Ναπολέοντα παράπεμπε στο μανιάτικο επίθετο Καλόμερος!).
Αν επιμένω στην καταγωγή του Πιραντέλο είναι διότι και εκεί διαπιστώνει κανείς έναν διχασμό ανάμεσα στο Είναι και στα Φαινόμενα.
Στο πρώτο του μεγάλο και διάσημο μυθιστόρημα ο Πιραντέλο αφηγείται τη διπλή ζωή του «Μακαρίτη Ματθία Πασκάλ», ένα εύρημα (ένας άνθρωπος που δηλώνεται ως νεκρός αλλά ζει ως άλλος) που κυριολεκτικά στοίχειωσε πριν και μετά τον Πιραντέλο την παγκόσμια λογοτεχνία κυρίως τη μυστικιστική ρωσική (από τον Σούχοβο Καμπίλιν μέχρι τον Ερντμαν).
Σε ένα παλιότερο κριτικό μου δοκίμιο που ανέλυε τη σπουδαία παράσταση στο Εθνικό του τελευταίου ημιτελούς έργου του Πιραντέλο «Οι γίγαντες του βουνού» από τον Ευαγγελάτο, είχα χαρακτηρίσει την πιραντελική «φιλοσοφία» των έργων του σοφιστική, με την πραγματική συνεισφορά της αρχαίας σοφιστικής στην ιστορία της σκέψης, δηλαδή την εισαγωγή της σχετικότητας στη μελέτη των πολιτισμικών γεγονότων.
Ο Πιραντέλο δεν χρειάζεται ανάλυση πια, είναι ένας έξοχος σχετικιστής. «Ετσι είναι αν έτσι νομίζετε», τίτλος έργου του και κυρίαρχη μέθοδος προσέγγισης των θεατρικών δρωμένων.
Αλλά επί του προκειμένου. Παίζεται στην Αθήνα και στο θέατρο Στούντιο Κυψέλης το ιδιοφυές έργο του σικελού δραματουργού «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε». Το έργο έγινε γνωστό στο μεγάλο κοινό από μια μυθική παράσταση του Δημήτρη Μυράτ, όπου ακόμη μας γοητεύει αυτόνομα πια η μουσική και τα τραγούδια που έγραψε ο Μάνος Χατζιδάκις («Το μαντολίνο», κ.ά.). Πριν από λίγα χρόνια το ανέβασε αυτούσιο χωρίς διασκευή ο Σπύρος Ευαγγελάτος στο Αμφιθέατρο. Τώρα παίζεται με τολμηρή διασκευή και επεμβάσεις, ομολογώ εύστοχες, της Ροζίτας Σώκου. Αισθητά περικεκομμένο.
Με την παραστασιολογία στην Ευρώπη του Πιραντέλο υπάρχει μέγα πρόβλημα. Ο σικελός δραματουργός όταν μπήκε στη σκηνική κονίστρα μορφολογικά δεν πρωτοτύπησε. Δανείστηκε χωρίς προκαταλήψεις τη μεγάλη ένδοξη παράσταση και παράδοση στην Ιταλία και ιδίως στον Νότο της κομέντια ντελ άρτε και της διάδοχης διαλεκτικής κωμωδίας. Ο Πιραντέλο π.χ. στη Νάπολι από τον θίασο της οικογένειας Ντε Φιλίπο παίζεται στην τοπική διάλεκτο. Πώς ένας θίασος περιοδεύων εδώ θα έπαιζε την «Τρισεύγενη» του Παλαμά όπως τον «Αγαπητικό της βοσκοπούλας»!
Αν θέλετε να δείτε πώς αισθάνονται τα έργα του Πιραντέλο οι Ιταλοί, δείτε στο Διαδίκτυο τέσσερα διηγήματα του Πιραντέλο διασκευασμένα για το θέατρο από τους ιδιοφυείς σκηνοθέτες του σινεμά Ταβιάνι.
Ο Πιραντέλο ονόμασε το κόρπους των θεατρικών του έργων «Γυμνές μάσκες», και ουσιαστικά χτύπησε διάνα στη μέθοδό του. Πώς το λέει ο Σεφέρης στον «Βασιλιά της Ασσίνης»; «Πίσω από το προσωπείο το κενό».
Τα έργα του Πιραντέλο είναι μια παρέλαση γυμνών προσωπείων. Μια αποθέωση της φαινομενολογίας.
Ο Εμπεδοκλής ψάχνοντας το Είναι πίσω από τα Φαινόμενα έφτασε στην Αίτνα και σκύβοντας να δει το ηφαίστειο στην πηγή του, έπεσε μέσα και εξαερώθηκε. Τον κατάπιε το Φαινόμενο πριν μάθει την ουσία.
Ετσι και τα προσωπεία του Πιραντέλο στο «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε». Το έργο αφηγείται μια μελοδραματική λαϊκή τραγωδία, όπου συμφύρονται πορνίδια, τσάτσες, αξιωματικοί, τρόφιμοι πορνείων, αλλά και τίμιοι εραστές με γνήσια αισθήματα. Πού όμως βρίσκεται η αλήθεια; Των πραγμάτων, των αισθημάτων και των επιθυμιών; Υπάρχει η αλήθεια του θιάσου που παίζει το έργο, αλλά και του κάθε ηθοποιού ξεχωριστά, η αλήθεια του σκηνοθέτη, η αλήθεια των ρόλων και πάνω απ’ όλα η αλήθεια του συγγραφέα.
Αλλος όμως ο σκηνοθέτης – ρόλος του έργου και άλλος ο σκηνοθέτης του θιάσου στο θέατρο Studio Κυψέλης. Και τελείως άλλο έργο από το πρωτότυπο, ευφυές πάντως, παρέδωσε προς ερμηνεία η Σώκου.
Η απόλυτη σχετικότητα. Δεκάδες εκδοχές της αλήθειας και εκατοντάδες εκδοχές των θεατών!
Ξαναγυρίζω στην ευρωπαϊκή παρεξήγηση του Πιραντέλο. Στο Παρίσι του 1929 τον παρουσίασαν οι Πιτοέφ, οικογένεια ρώσων θεατρίνων που έφυγαν από τη Ρωσία λόγω Επανάστασης.
Μπόλιασαν στον Πιραντέλο των σισιλιάνικων λαϊκών μπουλουκιών τον ρωσικό μυστικισμό. Αυτός ήρθε και στην Ελλάδα από τον Μελά το 1930 και αργότερα από τον Κουν που περνούσε την περίοδο Στανισλάβσκι.
Κατά τη γνώμη μου ο πρώτος υφολογικά Πιραντέλο στην Αθήνα ήταν του Μπόκα, με τον θίασο Φέρτη – Καλογεροπούλου.
Ο Γιώργος Λιβανός στην Κυψέλη μας έδωσε έναν λαϊκό μπουλουξίδικο Πιραντέλο, μελό και φαρσικό. Τίμιο και αυθεντικό. Ο Τσαλίκης έγραψε μελοδραματική, σωστά, μουσική και τραγούδια. Ο Σολδάτος πρόσθεσε σινεμά, ο Πάτροκλος χορογράφησε λαϊκά και η Γιοβάννα Πράσινου σχεδίασε σκηνικά και κοστούμια περιοδεύοντος θιάσου με γούστο.
Ολοι οι ηθοποιοί πειθάρχησαν στη σκηνοθετική άποψη. Ξεχώρισε βέβαια η πείρα της Καίτης Ιμπροχώρη, αλλά δίπλα της ο Γιάννακας, ο Τσιώμου, η Μπεράτη, ο Χατζηγεωργίου, η Πρωτονοταρίου, η Τέγου, η Μιρόν έπαιξαν το διπλό παιχνίδι.