Δύσκολα θα μπορούσε να απαριθμήσει κανείς, λόγω της πληθώρας τους, τα ονόματα των συγγραφέων και τους τίτλους των βιβλίων τους που περιέχει Το εικοσιτετράωρο ενός αναγνώστη, χωρίς ωστόσο να μπουχτίζει στο ελάχιστο αφού όση ζωηρότητα χαρακτηρίζει το γράψιμο του κύριου αφηγηματικού μέρους του βιβλίου, με άλλο τόσο ευφάνταστο τρόπο αραδιάζονται –χωρίς σχεδόν να υπάρχει σελίδα που να μη συμβαίνει κάτι σχετικό –περισσότερο ή λιγότερο γνωστά έργα της ελληνικής και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ταυτόχρονα όμως όσο σε «θυμώνει» μια ιδιαίτερου τύπου μεροληψία, παρά τον συνωστισμό, όπως θα τον χαρακτήριζε κανείς, σε ονόματα συγγραφέων και σε τίτλους βιβλίων, άλλο τόσο ανακουφιστική παραμένει μια ανεξιθρησκία ώστε ισοτίμως να συνυπάρχουν η Τζιοκόντα του Νίκου Α. Κοκάντζη με τον Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόις. Ή μάλλον επειδή στον τελευταίο επανέρχεται ο συγγραφέας κάμποσες φορές, ας σημειώσουμε το «ισοτίμως» σε σχέση με το Περί μέθης του Κωστή Παπαγιώργη, που μνημονεύεται μία μόνη φορά, όπως και η Τζιοκόντα.
Για όλες τις ώρες
Οση όμως κι αν είναι η «τρέλα» του Γιαννακόπουλου με το «βιβλίο» ως έννοια και ως αντικείμενο ώστε να μην υπάρχει ώρα του εικοσιτετραώρου (όπου κι αν βρίσκεται κανείς, στο σπίτι, στον δρόμο, στο αυτοκίνητο, στο μετρό, στο καράβι, στο τρένο ή στο κάμπινγκ) ή της προσωπικής συνθήκης του αναγνώστη (χαρά, λύπη, πένθος, απραξία, ερωτική ένταση) που να μην μπορεί να συνδυαστεί με ένα ή με πολλά βιβλία, αδυνατείς να δεχτείς ότι αποκτά κανείς την ευχέρεια να συγκροτεί και να δημοσιεύει λίστα των εκατό αγαπημένων του βιβλίων, έστω και αν πριν από την παράθεσή της ψελλίζει ένα «μετά φόβου Κυρίου». Εστω και αν τα βιβλία και οι συγγραφείς τους που σκόρπια συναντάει κανείς –ευφήμως –στις διακόσιες πενήντα σελίδες του βιβλίου Το εικοσιτετράωρο ενός αναγνώστη είναι διπλάσια ή και τριπλάσια σε σχέση με τα εκατό προτεινόμενα στη λίστα αγαπημένα του βιβλία. Για τον απλούστατο λόγο ότι αν άλλοι τριακόσιοι τον αριθμό –ποιητές, πεζογράφοι και γενικότερα αποκαλούμενοι «πνευματικοί άνθρωποι» –επιχειρούσαν να συγκροτήσουν μια αντίστοιχη λίστα (δεν φαντάζεται κανείς να αμφισβητεί το δικαίωμα αυτό ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος σε εξίσου παθιασμένους και κατατοπισμένους με τον ίδιο συναδέλφους του), θα είχαμε ένα σύνολο τριάντα χιλιάδων «αγαπημένων» βιβλίων. Ακόμα κι αν οι τριακόσιες αυτές λίστες συνέπιπταν σε πολλά ονόματα συγγραφέων και σε τίτλους βιβλίων, θα εξελίσσονταν σε έναν πονοκέφαλο για τον καθαρόαιμο αναγνώστη, αφού υποτίθεται ότι αυτός είναι τελικά ο αποδέκτης κάθε πρότασης για βιβλία που έχει αγαπήσει ή θαυμάσει ένας περισσότερο ή λιγότερο αρμόδιος να εκφέρει μια ανάλογη κρίση.
Πονοκέφαλο που ενδεχομένως τον κάνει μεγαλύτερο μια κάθε άλλο παρά ιταμή, αντίθετα ειλικρινέστατη ομολογία του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου, όταν γράφει με αφοριστικό, είναι η αλήθεια, τρόπο ότι «κάποια βιβλία τα θεωρώ τελεσίδικα αδιάβαστα, ξέρω δηλαδή πως –πιθανότατα –δεν υπάρχει περίπτωση να τα διαβάσω ανεξάρτητα από τον λόγο για τον οποίο τα είχα κάποτε αγοράσει. Η Μυστική ζωή του Αγγελου Τερζάκη, το Πάρκο των ελαφιών του Νόρμαν Μέιλερ, το Για την επανάσταση της Χάνα Αρεντ περιλαμβάνονται, νομίζω, σε αυτήν τη θλιβερή κατηγορία». Μαζί όμως με την αναγνώριση της ειλικρίνειας δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί κανείς πώς ένας τόσο παθιασμένος αναγνώστης όπως ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος θεωρεί ότι η κυριότερη αλλαγή που υφιστάμεθα ως αναγνώστες ενός βιβλίου είναι «ο τρόπος που βλέπουμε τις γυναίκες, ο τρόπος που ξυπνάμε το πρωί, ο τρόπος που διαβάζουμε τα υπόλοιπα βιβλία μας, ο τρόπος που ντυνόμαστε», όταν πολύ λιγότερο σημαντικά βιβλία, σε σχέση με όσα αναφέρει ο ίδιος, έχουν συντελέσει σε τέτοιο βαθμό στην πραγματική εσωτερική μεταμόρφωση ανθρώπων –πολλά τα απτά και καταγεγραμμένα παγκοσμίως παραδείγματα –ώστε η αλλαγή στο πώς βλέπουμε τις γυναίκες ή στο πώς ντυνόμαστε να ηχεί το λιγότερο παιδαριώδης.
Αμαχητί παράδοση
Χωρίς να υπαινίσσεται κανείς πως η πλησμονή σε τίτλους και ονόματα είναι ένα άλλοθι ώστε ένας ακραιφνώς προσωποπαγής χαρακτήρας να αποκτά κάτι το αδιάβλητο και το αδιαπραγμάτευτο, όσον αφορά την αξία τίτλων και ονομάτων που η καταχώρισή τους προκαλεί τουλάχιστον απορία, διαπιστώνεται ένα κενό που ακόμα και η ευφυέστατη συγγραφική συμπεριφορά του Γιαννακόπουλου αδυνατεί να καλύψει. Και όταν λέμε «η ευφυέστατη», εννοούμε να κάνει τον αναγνώστη του να θεωρεί, ακόμα κι όταν εξανίσταται, ταυτόσημες τις επιλογές του με τις δικές του. Καθώς όταν γράφει για βιβλία που έχουν αγοραστεί χωρίς να έχουν διαβαστεί ή για βιβλία που ενώ έχουν διαβαστεί και έχουν συναρπάσει, έχουν στο μεταξύ ξεχαστεί –δύο ακρογωνιαίες καταστάσεις για κάθε βιβλιόφιλο -, έχει συναισθηματικά προετοιμάσει κάθε αναγνώστη να του παραδοθεί αμαχητί. Οσο και αν το βιβλίο κινείται ανάμεσα στην ειλικρινή εξομολόγηση –ώστε να μη διστάζει ο συγγραφέας του να συνδυάσει τον εαυτό του με τον Κ.Π. Καβάφη όταν μιλάει για τη βιβλιοθήκη του αλεξανδρινού ποιητή που εμφανίζει αρκετά βιβλία με άκοπες σελίδες, ενώ στη δική του υπάρχει μόνο ένα με άκοπες σελίδες –και σε μια αγωνιώδη προσπάθεια ο αγαπησιάρικος χαρακτήρας του να νομιμοποιήσει ονόματα που σε κάθε περίσταση, χωρίς να χαρακτηρίζονται ανύπαρκτα, ακούγονται παράταιρα μέσα σε ένα τέτοιο συγγραφικό σύμπαν, δεν μπορείς να μη σκεφτείς: Πόσο υποδεέστεροι μπορεί να υπήρξαν συγγραφείς όπως ο Στρατής Τσίρκας, η Εύα Βλάμη, ο Ομηρος Πέλλας, ο Πέτρος Πικρός, η Καίτη Τσιτσέλη, ο Κώστας Σούκας (για να αναφερθούμε ως παράδειγμα μόνο σε πεθαμένους) ώστε σε ένα βιβλίο όπως Το εικοσιτετράωρο ενός αναγνώστη, που φιλοδοξεί να παίξει και τον ρόλο ενός μπούσουλα, να μην έχουν όλοι αυτοί μια θέση όπως πολύ δικαιολογημένα την κρατάνε στις σελίδες του ο Γαβριήλ – Νικόλαος Πεντζίκης, ο Ηλίας Λάγιος, ο Μίμης Σουλιώτης και ο Γιάννης Κοντός; Και αν δεν τους έχει διαβάσει –γιατί, να μην τους γνωρίζει, αποκλείεται –θα μπορούσε να τους έχει δώσει μια θέση όπως αυτή που δίνει στον Ιωάννη Κονδυλάκη, που τον Πατούχα του ενώ τον είχε στην κατηγορία των τελεσίδικα αδιάβαστων βιβλίων, τώρα ομολογεί πως σκοπεύει κάποια μέρα να τον διαβάσει.
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος
Το εικοσιτετράωρο
ενός αναγνώστη
Εκδ. Πόλις, σελ. 256
Τιμή: 12 ευρώ