Είναι η αίσθηση που αποκομίζει όποιος έχει βιώσει την πραγματικότητα του Εθνικού Συστήματος Υγείας είτε ως ασθενής είτε ως οικείος ασθενούς: η λειτουργία των υποδομών του, και ειδικά των μεγάλων νοσοκομείων, βασίζεται εν πολλοίς στην αγόγγυστη προσπάθεια των εργαζομένων του.
Η προσπάθεια αυτή χρήζει ακόμη μεγαλύτερων επαίνων εάν λάβει υπόψη του κανείς ότι, όπως προκύπτει από το ρεπορτάζ των «ΝΕΩΝ», πολλοί από αυτούς εργάζονται σε συνθήκες ανασφάλειας. Οτι υπηρετούν το ΕΣΥ με ελαστικές σχέσεις εργασίας είτε ως συμβασιούχοι είτε ως εργολαβικοί εργάτες.
Αν όμως οι εργαζόμενοι αυτοί αξίζουν συγχαρητήρια, η κυβέρνηση ελέγχεται για τη δραματική καθυστέρηση στην κάλυψη των κενών θέσεων από μόνιμο προσωπικό. Ακόμη χειρότερα, όσες θέσεις καλύφθηκαν, καλύφθηκαν από διαγωνισμούς που είχαν προκηρυχθεί προ ετών, ενώ κατά τα λοιπά η διαδικασία έχει παγώσει.
Οι συνέπειες αυτής της αβελτηρίας δεν αποτυπώνονται μόνο στη λειτουργία του ΕΣΥ. Αποτυπώνονται και στο γεγονός ότι χιλιάδες γιατροί, στους οποίους έχει επενδύσει η ελληνική κοινωνία χρηματοδοτώντας τις σπουδές τους, υποχρεώνονται να αναζητήσουν την επαγγελματική τους τύχη σε άλλες χώρες.
Είναι προφανές ότι το ΕΣΥ δεν μπορεί να στηρίζεται στον πατριωτισμό των ευάριθμων εργαζομένων του και μόνο. Η πολιτεία έχει χρέος να στελεχώσει και να ενισχύσει τις υποδομές του με τρόπο που θα διασφαλίζει την απρόσκοπτη λειτουργία του. Για να μπορέσει επιτέλους ο μεγάλος ασθενής να σταθεί αξιοπρεπώς στα πόδια του.