Η σκηνή είναι απεράντως διαφωτιστική όσον αφορά την ασυμφωνία ή την ανακολουθία με την οποία βιώνουμε όλοι μας το ποιοι νομίζουμε ότι είμαστε και το ποιοι πραγματικά είμαστε. Στην είσοδο ενός κινηματογράφου, πριν από λίγες μέρες, που έπαιζε μια αριστουργηματική σουηδική ταινία (σκόπιμα δεν αναφέρουμε τον τίτλο της γιατί θα ήταν εύκολο να εντοπιστεί ο κινηματογράφος –και δεν είναι σωστό). Στην είσοδό του λοιπόν ένας ευπρεπής, σχετικά νέος άνδρας, γύρω στα σαράντα πέντε, με πολλά αν και αραιά μαλλιά που κάθε άλλο παρά κάνουν αδιάφανο το συμπαθέστατο πρόσωπό του, ζητάει, χωρίς να απευθύνεται σ’ έναν συγκεκριμένα αλλά σε όσους ήδη στέκονται και έχουν σχηματίσει μια σεβαστή ουρά μπροστά στο ταμείο μήπως θα ήταν δυνατό κάποιος να του αγοράσει ένα εισιτήριο για να παρακολουθήσει την προβολή της ταινίας.
Η φωνή του έχει τόση ένταση ώστε να γίνεται αντιληπτή από τον καθένα, ταυτόχρονα όμως να δίνει την ευχέρεια σε οποιονδήποτε στην ουρά να μπορεί να πει ότι δεν κατάλαβε τι ακριβώς ζητούσε ο άνδρας αυτός. Θα το έχουν προσέξει πολλοί ότι τα περιβόητα χρόνια της «κρίσης» έχουμε ασκηθεί όλοι μας σ’ έναν τρόπο συμπεριφοράς σαν να είμαστε κωφάλαλοι, δηλαδή «αυθορμήτως» –επιπλέον μάλιστα να το δείχνουμε –να μην αντιλαμβανόμαστε έναν άνθρωπο που κυκλοφορεί ανάμεσά μας ζητώντας βοήθεια. Το ίδιο ακριβώς που συνέβη στη είσοδο του κινηματογράφου με το νέο άνδρα που, αφού επανέλαβε για τρεις φορές την παράκλησή του, χωρίς κανείς να συγκινηθεί, απευθύνθηκε στον ταμία και σε έναν άλλο άνθρωπο που στεκόταν δίπλα του, αν θα ήταν δυνατό να του επιτρέψουν να μπει στην αίθουσα χωρίς εισιτήριο, για να τους ακούσει να του λένε «δεν μπορούμε να το κάνουμε γιατί μας ελέγχουν».
Δεν ξέρουμε εάν υπάρχει έστω κι ένας θεατής κινηματογράφου που να θυμάται, ενώ προβαλλόταν η ταινία, να έχει μπει μέσα στην αίθουσα ένας ελεγκτής και να του ζητήσει το απόκομμα του εισιτηρίου.
Το σίγουρο όμως είναι –από την πλευρά αυτή τουλάχιστον –ότι οι δεκαετίες του ’70 και του ’60 υπήρξαν στην επαρχία ιδιαίτερα πολύ πιο φιλεύσπλαγχνες καθώς έφτανε ένα βλέμμα παρακλητικό ή ικετευτικό ώστε ο άνθρωπος που στεκόταν στην είσοδο του κινηματογράφου να σε βάλει μέσα στη ζούλα, χωρίς μάλιστα να το πάρει είδηση κανείς. Επειδή όμως η ζωή δεν αφήνει τίποτα μετέωρο, δεν χρειάστηκε παρά να δρασκελίσουμε την είσοδο του κινηματογράφου ώστε στην αρχή ακόμα της αριστουργηματικής σουηδικής ταινίας να μείνουμε άφωνοι με μία σύμπτωση –σκόρπιοι δηλαδή επαίτες σε διάφορα σημεία της Στοκχόλμης να ζητούν βοήθεια από τους περαστικούς. Ενώ ταυτόχρονα αισθανόσουν τη σχεδόν γεμάτη σκοτεινή αίθουσα να παρακολουθεί βουβή και καθηλωμένη ένα δράμα που λίγα λεπτά πριν, ζώντας το χειροπιαστά στην είσοδο του κινηματογράφου, δεν προκαλούσε παρά τη χειρότερη πλευρά του εαυτού της, όχι μόνο την αδιαφορία αλλά και την υποκρισία ότι δεν αντιλαμβανόταν τι ακριβώς συμβαίνει.
Να φουσκώνει το στήθος σου από συγκίνηση επειδή πρόκειται για τέχνη με κάτι που λίγο πριν σου ήταν ενοχλητικό ως ζωή σημαίνει ότι υπάρχει άπειρος δρόμος να διανυθεί ώστε η τέχνη να μη συνιστά μια στραβή επιλογή που σ’ έχει ευνουχίσει πνευματικά ενώ πιστεύεις πως σ’ έχει κάνει εσωτερικά πλουσιότερο.