Η νέα χρονιά ανοίγει όχι μόνο με ένα πελώριο πολιτικό ερωτηματικό –θα είναι εκλογική; –αλλά και με δύο νέα εσωτερικά ρήγματα. Τόσο η ξαφνική ανακίνηση «εθνικού ζητήματος», του Μακεδονικού, και η εγγενής διαφωνία των εταίρων στην εξουσία όσο και οι κυβερνητικές αμφισημίες σχετικά με την τύχη τούρκων αξιωματικών στους οποίους τα δικαστήρια παρέχουν άσυλο στην Ελλάδα, είναι ζητήματα που μπορούν να προκαλέσουν εξελίξεις. Και που πάντως μας ωθούν να σκεφτούμε, πριν μας παρασύρουν η κόπωση και η ρουτίνα, ποιες είναι οι πραγματικές προκλήσεις αυτής της μεταιχμιακής χρονιάς.
Η πιθανότητα εκλογών είναι βέβαια αφ’ εαυτής καθοριστική. Πράγματι, ό,τι και να γίνει, η παρούσα κυβέρνηση θα περάσει στην Ιστορία –με ψιλά ή με μαύρα γράμματα –ως η πιο μακρόβια της «μνημονιακής» εποχής. Αλλά και πράγματι, όποια και να είναι η τύχη της στις κάλπες, θα αποτελέσει –αποτελεί ήδη –όχι μόνο το πιο αναπάντεχο, άτυπο και μη κατατάξιμο κυβερνητικό πείραμα στην Ελλάδα, και πιθανώς και στην Ευρώπη, αλλά και το πιο διχαστικό κυβερνητικό σχήμα, εκείνο με τη βαθύτερη, φανερή ή υπόγεια, επιρροή στην πολιτική και κοινωνική ζωή αλλά και στη νοοτροπία των πολιτών. Στη «μεταμνημονιακή» εποχή, οψέποτε αυτή πραγματικά έλθει, θα μετράμε τραύματα από το χαμήλωμα των δυνατοτήτων και των προσδοκιών κι από το χαμένο στοίχημα της αυτογνωσίας και της εκκίνησης σε νέες βάσεις. Στη «μετασυριζανελική» εποχή, γιατί κι αυτή κάποτε θα έλθει, θα έχουμε, χωρίς πολλά ψυχικά εφόδια, να γλείψουμε και τις συλλογικές πληγές του λαϊκισμού ως επίσημης μεθόδου άσκησης της εξουσίας, του ψεύδους ως διαχειριστικής τακτικής, της χυδαιότητας ως πολιτικού και πολιτιστικού επιχειρήματος. Η –σταδιακή –αναστροφή αυτών των χαρακτηριστικών που καθιστούν σχεδόν αδύνατη την εθνική συνοχή δεν έχει κανένα λόγο να αναμένει την πραγμάτωση της εναλλαγής στην εξουσία –αντίθετα, πρέπει να αρχίσει, από όλες τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που πονάνε τη δημοκρατία μας, μέσα στο 2018. Αυτή είναι η βασική εθνική, με την ουσιαστική πλέον σημασία του όρου, πρόκληση.
Σε πιο πρακτικό επίπεδο, ζητούμενο είναι να αρχίσει να οικοδομείται, μέσα στις στάχτες της παρατεταμένης λιτότητας και τα αποκαΐδια της παρούσας κυβέρνησης, όχι ακριβώς μια συμφωνία για την έξοδο από την κρίση –αυτό θα ήταν υπερβολικά φιλόδοξο -, αλλά μια όσο το δυνατόν πιο ευρείας αποδοχής σκιαγράφηση του πού μπορούμε και πού θέλουμε να πάμε. Πού μπορούμε: όχι κατευθείαν στα βαθιά, αχαρτογράφητα και με πολλούς βέβαιους καρχαρίες νερά των «αγορών», γιατί έτσι θα κινδύνευαν οι θυσίες μιας οκταετίας. Αλλά σε μια ήπια, πιο συναινετική και, από ελληνικής πλευράς, πιο ειλικρινή σχέση με δανειστές, τους οποίους πρέπει να πείσουμε να μας ξαναεμπιστευτούν και να μας βοηθήσουν όχι μόνο να τους αποπληρώσουμε αλλά και να σταθούμε στα πόδια μας με αυτονομία και αξιοπρέπεια. Πού θέλουμε: θα έλεγα σε μια εποχή λιγότερων φωνών και τακτικισμών, περισσότερης ομόνοιας, τόλμης και θεσμικής ωριμότητας. Αν είναι ορθή η διάγνωσή μου, που δεν είναι, ελπίζω, μόνο δική μου, περί υποχώρησης των δημιουργικών δυνάμεων και του κράτους δικαίου κατά τη θητεία της παρούσας κυβέρνησης, τότε η αναστροφή ξεκινά από πυρήνες που θα τους ενώνει ο μόχθος για δημιουργία και δημοκρατία. Με αίσθηση επείγοντος, αλλά χωρίς βιασύνη.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος