Το πλαίσιο της ονοματολογίας ξεκινάει ιστορικά από τις αρχές του 20ού αιώνα, όταν το όνομα της ελληνικής Μακεδονίας συνδέεται με τις βλέψεις Βουλγαρίας και Σερβίας στην περιοχή. Ακούγεται παράδοξο, αλλά τότε η ελληνική πλευρά προτιμούσε τον όρο «Μακεδονοσλάβοι» ή ακόμα και το σκέτο «Μακεδόνες» για τους Σλάβους, έτσι ώστε να μην αναφέρονται ως Βούλγαροι ή Σέρβοι. Αυτό φαίνεται και στις στατιστικές πληθυσμού του Ελληνικού Στρατού το 1913, όπου γίνεται αναφορά στη «μακεδονική» γλώσσα, η οποία διαχωρίζεται από τη «βουλγαρική». Από εκεί και πέρα, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου και με την ύπαρξη κομμουνιστικών κρατών, οι «Σλαβομακεδόνες» (να και ένας όρος που δημιουργήθηκε σε συγκεκριμένο πολιτικό πλαίσιο) συνδέθηκαν με τους κομμουνιστές –δαιμονοποιώντας και τους δύο.
Με τη δημιουργία της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στη Γιουγκοσλαβία, η Ελλάδα ξεκίνησε, με καθυστέρηση όμως, να αντιδρά στον όρο «Μακεδονία». Η σύγχρονη, βέβαια, ιστορία του ονόματος, αυτή που ακόμα εγείρει τα πάθη, είναι αυτή μετά το 1991, με την αντίδραση της Ελλάδας σε σχέση με τα σύμβολα –τον ήλιο της Βεργίνας, για παράδειγμα –και με το όνομα αυτό καθαυτό. Κι ενώ η σημαία άλλαξε, το 1995 στην περίφημη ενδιάμεση συμφωνία το ακρωνύμιο ΠΓΔΜ γίνεται το όνομα της χώρας για τις διεθνείς της σχέσεις.
Από τότε υπάρχει μια ήπια, αλλά διαρκής διαπραγμάτευση υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, η οποία ανάλογα με τη συγκυρία μαλακώνει ή σκληραίνει. Η πιθανότητα εισδοχής της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ τον Ιούλιο δημιουργεί περιθώριο εξεύρεσης μιας αμοιβαία αποδεκτής λύσης, έστω και βιαστικά. Μέχρι τώρα, και από τις δύο πλευρές υπήρχε αδιαλλαξία. Χάσαμε πολλές ευκαιρίες, κατά τις οποίες υπήρχε πρόσφορο έδαφος έτσι ώστε να βρεθεί ένα όνομα κοινής αποδοχής. Τα τελευταία δέκα χρόνια, η ύπαρξη μιας πολύ σκληρής κυβέρνησης στην άλλη πλευρά των συνόρων είχε ως αποτέλεσμα την υπερχρήση των συμβόλων της αρχαίας Μακεδονίας –πράγμα όχι μόνο άστοχο, αλλά και επιθετικό.
Στη δική μας πλευρά, δεν υπήρξε ομοφωνία στον πολιτικό λόγο των κομμάτων. Ορισμένες πολιτικές τάσεις δεν επέτρεπαν με τη στάση τους τη σύνθετη ονομασία. Καλλιεργήθηκε φανατισμός, που με τη σειρά του χρησιμοποιήθηκε ως δικαιολογία για την παγίωση των προτάσεων της αδιαλλαξίας. Ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα, ακόμα δεν μιλάμε εύκολα για το θέμα, γιατί θέλουμε να αποφύγουμε τις αντιδράσεις στοχοποίησης. Εδώ και πολλά χρόνια αναφερόμαστε σε μια χώρα με το όνομα της πρωτεύουσάς της. Είμαστε μπλοκαρισμένοι ακόμα και στα τυπικά. Το να σβήνει κανείς και το επίσημο «MKD» (επίσημη διεθνώς σύντμηση της χώρας από τον οργανισμό τυποποίησης) από τις οθόνες της τηλεόρασής μας για το «εθνικό καλό μας» είναι ενδεικτικό της κατάστασής μας. Αν μας δει κάποιος από μακριά, μάλλον θα γελάσει με όλο αυτό.
Το θέμα είναι πώς αυτοπροσδιορίζεται κανείς, χωρίς να ενοχλούνται οι υπόλοιποι. Η δική μας δεν είναι μοναδική περίπτωση. Για παράδειγμα, το Λουξεμβούργο, εκτός από ανεξάρτητη χώρα, είναι και μια περιοχή στο Βέλγιο. Το ίδιο συμβαίνει και με το Αζερμπαϊτζάν, που μοιράζεται το όνομά του με επαρχία στο Ιράν. Εκεί, όπως φαντάζεστε, οι εντάσεις είναι ακόμα περισσότερες. Τι θέλω να πω; Υπάρχουν λαοί και άνθρωποι που αυτοπροσδιορίζονται με διαφορετικούς όρους ή και με κοινούς όρους, αλλά με διαφορετικό περιεχόμενο. Ας το καταλάβουμε, ας προχωρήσουμε με αμοιβαία κατανόηση. Στην περίπτωσή μας δεν οικειοποιείται ο ένας την ταυτότητα του άλλου.
Στη γείτονα, το θέμα του ονόματος έχει να κάνει και με το 30% των κατοίκων της, κυρίως αλβανικής ταυτότητας, που δεν αισθάνονται εθνικά «Μακεδόνες» και οι οποίοι είτε αδιαφορούν είτε δεν θα ήθελαν να «καπελωθούν» από ένα εθνωνύμιο το οποίο δεν τους ανήκει. Στη διαπραγμάτευση θα φανεί αν αυτό το ποσοστό, που εν μέρει εκπροσωπείται και στην κυβέρνηση, θα πιέσει προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Στην Ελλάδα, πάλι, υπάρχει μια σύνθετη μειονότητα, της οποίας μικρό τμήμα διεκδικεί και την εθνοτική της «μακεδονική» υπόσταση, η οποία στον πολιτικό δημόσιο λόγο είναι αόρατη και κατακριτέα. Ακόμα και για την πολυπληθέστερη γλωσσική ομάδα η «αορατότητα» είναι ο κανόνας. Υπάρχει τεράστια ανασφάλεια ακόμα και για το πώς θα ονοματίσουμε τα κοινωνικά φαινόμενα, όπως μια μειονοτική γλώσσα ή μια εθνοτική ετερότητα.
Πλέον, στη σημερινή συγκυρία υπό διεθνή πίεση που ευνοεί τη λύση, ο πολιτικός κόσμος έχει ανοιχτό πεδίο να προτείνει λύσεις. Τα περιθώρια λύσης προσδιορίζονται από τις αντιστάσεις που έχουν τραφεί τις περασμένες δεκαετίες θεωρώντας τη σύνθετη ονομασία μη πολιτικά ανεκτή. Από την άλλη πλευρά των συνόρων, τμήμα της κοινής γνώμης έχει ενστερνιστεί το ότι η αρχαία Μακεδονία είναι κομμάτι της σύγχρονης εθνικής και πολιτικής ιδεολογίας του στη βάση της εθνικής γενεαλογίας.
Στην ελληνική πλευρά, πρέπει να αποφασίσουμε αν το να χρησιμοποιεί κανείς τον όρο «Μακεδονία», έστω σε σύνθετη μορφή, είναι δείγμα οικειοποίησης του Ελληνισμού και του ελληνικού εθνικού μας αφηγήματος, ενώ παράλληλα οι γείτονες πρέπει να αποφασίσουν να αποσυνδέσουν τη σύγχρονη, δική τους εθνική «μακεδονικότητα» από την αρχαία ελληνική ιστορία, ως τμήμα της ευρύτερης ιστορίας της περιοχής και των αναπόφευκτων διασταυρώσεων των αφηγημάτων όλων των εθνικών ιστοριών. Τα πράγματα είναι βέβαια δύσκολα, δεν είναι όμως αδύνατα.