Γιατί είναι απαραίτητο να είναι οι δανειστές εκείνοι που θα επιβάλουν ένα νέο πρόγραμμα στην Ελλάδα, είτε με τη μορφή «προληπτικής γραμμής πίστωσης» είτε με τη μορφή ενός «σχεδίου για την ανάπτυξη και τη σταθερότητα»;
Γιατί να μην είναι η κυβέρνηση της χώρας μας αυτή που θα αναλάβει να συντάξει και να παρουσιάσει έναν δικό της οδικό χάρτη για τη μεταμνημονιακή περίοδο;
Γιατί θα πρέπει οι ξένοι να τον επιβάλουν και να μη συνιστά κεντρική πολιτική απόφαση για την επόμενη μέρα;
Γιατί να μην προβληθεί ένα ελληνικό σχέδιο εναρμονισμένο με τις απαιτήσεις των καιρών, εντός και εκτός συνόρων;
Γιατί να μην αποδείξει εμπράκτως η Αθήνα ότι μετά τη μακροχρόνια περίοδο των κάθε λογής προγραμμάτων, πλέον, έχει «ενηλικιωθεί» και μπορεί μόνη της να πάρει (και) σκληρές αποφάσεις, αν χρειαστεί;
Η πραγματική έξοδος από το καθεστώς της αυστηρής επιτήρησης θα έρθει μόνο αν η ελληνική πλευρά αποδείξει εμπράκτως ότι μπορεί και μόνη της να διαχειριστεί την τύχη της. Κι ότι έχει κάνει ιδιοκτησία της το νέο status, στο οποίο καλείται να επιβιώσει και να πορευτεί στο εξής.
Το κλίμα στην Ευρώπη, αναφορικά με τη χώρα μας, περιγράφεται, με δύο λέξεις «να τελειώνουμε». Στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο δεν θέλουν –από τον ερχόμενο Σεπτέμβριο και μετά –να ασχοληθούν ξανά με την περίπτωσή μας. Το πιθανότερο λοιπόν είναι ότι θα εγκρίνουν ένα τελευταίο «κονδύλι», το οποίο θα συνοδεύσουν με ένα πακέτο σκληρών όρων και προϋποθέσεων που θα πρέπει να τηρούνται, προκειμένου να γίνεται χρήση των συγκεκριμένων κεφαλαίων.
Τώρα, λοιπόν, είναι η ευκαιρία για την ελληνική πλευρά να αποδείξει ότι μπορεί να πάρει την τύχη της στα χέρια της. Και να παρουσιαστεί η ίδια τον Σεπτέμβριο με το δικό της σοβαρό πακέτο, για πρώτη φορά. Μόνο που για να γίνει αυτό χρειάζεται προεργασία και πάνω απ’ όλα πολιτική βούληση. Υπάρχει;