Ο Λευτέρης. Καλό και ευγενικό παιδί αλλά άτυχο γιατί ταλαιπωρείται από μία σοβαρή αλλεργία. Κάθε φορά που του μιλάς για δουλειά βγάζει σπιθουράκια στο δέρμα και ξύνεται σαν σκύλος με τσιμπούρια.

Ο φίλος μου ο Λευτεράκης παραμένει ανενεργός εργασιακά πάνω από μία δεκαετία. Λόγω της αλλεργίας, αναζητούσε δουλειά με λίγες και καλοπληρωμένες ώρες απασχόλησης.

Οταν το τσουνάμι της οικονομικής κρίσης παρέσυρε τις θέσεις εργασίας, ο φίλος μου ο Λευτεράκης έγινε ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Μπορούσε πια να επικαλεστεί χίλιες δικαιολογίες για τις αλλεργικές του αντιδράσεις και ανερυθρίαστα να λέει στη φουκαριάρα τη μάνα του που τον τρέφει με την πενιχρή της σύνταξη πως δεν υπάρχουν δουλειές για να εργαστεί.

Σε κάθε εκλογική αναμέτρηση το κατώφλι του σπιτιού του γέμιζε με φακέλους από τους οποίους ανέδυε ο Πράσινος Ηλιος. Το ίδιο συνέβη και το 2015. Αυτός όμως ήταν ανένδοτος. Επρεπε να πληρώσουν αυτοί που τον έφεραν στη δεινή οικονομική κατάσταση γι’ αυτό ψήφισε Τσίπρα.

Το ίδιο και η γηραιά μάνα του που πίστεψε στα λόγια του γιου της πως «όλα τώρα θα αλλάξουν. Θα δεις, θα βρω και δουλειά».

Δουλειά βεβαίως δεν βρήκε. Οχι λόγω Τσίπρα αλλά λόγω του κνησμού. Ο φίλος μου ο Λευτεράκης όμως βρήκε παρηγοριά σε όσους έχασαν τις δουλειές τους. Σε όσους ξαφνικά φτώχυναν, σε όσους ζουν με την αγωνία πως θα χάσουν το σπίτι τους. Η απόσταση που τον χώριζε από ανθρώπους που είχαν τακτοποιημένη τη ζωή τους μειώθηκε τόσο πολύ που σχεδόν εκμηδενίστηκε.

Την τελευταία φορά που τον είδα ήταν πολύ χαρούμενος. Απέφυγε να πει τον λόγο αλλά οι καλοθελητές τα είχαν προλάβει τα νέα. Ηταν μεταξύ αυτών που είχαν λάβει το χαρτζιλίκι που μοίρασε η κυβέρνηση. Ενιωθε πια δικαιωμένος για τις πολιτικές επιλογές του. Και βέβαιος για την επόμενη όποτε αυτή θα έρθει. Ο αγώνας τώρα δικαιώνεται για τον φίλο μου τον Λευτεράκη.