Ακουγα πριν από λίγες μέρες ένα ρεπορτάζ για την πρεμιέρα του ευρώ στην Ελλάδα την 1η Ιανουαρίου του 2002. Ελεγαν ότι εκείνο το βράδυ πάρα πολλοί άλλαξαν χρόνο μπροστά στα ΑΤΜ περιμένοντας να πάρουν στο χέρι τους τα πρώτα νέα χαρτονομίσματα. Θυμάμαι όμως ότι άλλο ήταν το θέμα εκείνη την Πρωτοχρονιά. Περισσότεροι από εφτά στους δέκα Ελληνες την περάσαμε στην τηλεόραση για να δούμε τον Τσάκα, δίπλα στον Πρόδρομο, να κλωτσάει το τραπεζάκι μόλις του ανακοινώθηκε ότι αυτός ήταν ο νικητής του «Big Brother 1», του πρώτου ριάλιτι σόου στην Ελλάδα. (Με θυμάμαι γονατιστή μπροστά στην οθόνη να κρατώ με τεντωμένο χέρι το τηλέφωνο, όπως ο εξορκιστής τον σταυρό, για να ακούνε την εξέλιξη του τελικού οι διανοούμενοι φίλοι μου που έλειπαν στο εξωτερικό). Το ευρώ μπορούσε να περιμένει.
Από τότε μεσολάβησαν δεκαέξι χρόνια, μια αιωνιότητα και δεκάδες ριάλιτι και τάλεντ σόου. Τα οποία έβγαλαν δεκάδες νικητές που, αφού κέρδισαν τα λίγα λεπτά δημοσιότητας που τους αναλογούν, ενίοτε ούτε καν αυτά, τους κατάπιε η αδυσώπητη τηλεοπτική αναλωσιμότητα. Ακόμη και όσοι από αυτούς έκαναν κάποια καριέρα δεν έγιναν «λαϊκοί ρόλοι». Δεν τους πριμοδότησε, δηλαδή, το κοινό λόγω του χαρακτήρα τους ή της όποιας προσωπικότητάς τους. Εκτός από την Καλομοίρα που η φωνακλάδικη, γραφική αθωότητά της ήταν, για εκείνη την εποχή της έξαρσης (2004), το κερασάκι στην τούρτα –κυριολεκτικά σχεδόν στην περίφημη συναυλία του Σαββόπουλου στο Ηρώδειο. Τη χρονιά που πέρασε ωστόσο, σε ένα υπό ανασχηματισμό τηλεοπτικό τοπίο, αναδύθηκαν δύο πρόσωπα που αποτυπώνουν την ανάγκη του κοινού να ψαρέψει στα κανάλια τους ήρωες της διπλανής πόρτας, επιβραβεύοντας κυρίως τις συμπεριφορές τους. Ο Ντάνος από το «Survivor» και η Ραμόνα από το «My style rocks», χαρακτήρες όχι όμοιοι αλλά αλληλοσυμπληρωματικοί, μοιάζουν φτιαγμένοι από τα υλικά μιας καθημερινότητας που εφευρίσκει νέες αναφορές και αποστρέφει τα βλέμματα από τη λάμψη προγραμματισμένων ινδαλμάτων.
Ο θριαμβευτής του ριάλιτι επιβίωσης που τρέλανε τα μηχανάκια και επηρέασε έως και την ώρα ομιλίας του Πρωθυπουργού στη Βουλή, που μία φωτογραφία του έχει κερδίσει τα περισσότερα likes από καταβολής ελληνικών σόσιαλ μίντια (μερικές εκατοντάδες χιλιάδες, χάνω τον λογαριασμό) και έξι μήνες μετά το παιχνίδια, χρόνος ρεκόρ γι’ αυτά τα δεδομένα, διατηρεί τη δημοφιλία του, είναι το «καλό παιδί», είδος στο τηλεοπτικό περιθώριο εδώ και πολλά χρόνια. Αυτός που τροφοδοτεί το ιδανικό τού «ωραίος ως Ελλην», σύμφωνα με μια τρέχουσα νεοπουριτανική αντίληψη, και κάθε πεθερά θα ήθελε για γαμπρό της. Το κοινό τον είδε στο «Survivor» να κάνει τον σταυρό του και την προσευχή του, να αναφέρεται στη μάνα του και στο νησί του – καλλιεργώντας έτσι τη νεότευκτη αξία της εντοπιότητας – να βοηθάει ακόμη και τους αντιπάλους του, να μαγειρεύει για όλους, να τρώει λιγότερο αυτός για να φάνε όλοι, να αντιμετωπίζει την αδικία με στωικότητα, να κλαίει χωρίς να παραπονιέται. Η Ραμόνα, από την άλλη, η «Ρουμάνα» (όπως την αποκαλούσαν όσοι πρόβαλαν σε αυτήν ασκήσεις ρατσισμού) με τα βαριά, βαλκανικά «ντ» και «σ» της, είναι ένα πρότυπο μετανάστριας. Δουλευταρού, πείσμων, στοχοπροσηλωμένη, με άποψη και τσαμπουκά, ακόμη και όταν ξεπερνούσε τα όρια του θράσους, η παλλόμενη φωνή και τα δάκρυα που προσπαθούσε να συγκρατήσει έδειχναν ότι δεν το έκανε από υπεροψία αλλά από ανάγκη επιβίωσης.
Το πιθανότερο είναι ότι σε λίγους μήνες και οι δύο θα ξεχαστούν. Μέχρι τότε όμως «κάτω στον Κάμπο, κάτω στην Ελασσόνα, θερίζει ο Ντάνος, θερίζει κι η Ραμόνα».