Προς το τέλος του σταθεροποιητικού προγράμματος 1985-87 η μεγάλη ανησυχία του τότε υπουργού Οικονομικών Κώστα Σημίτη ήταν ότι η μετάβαση από το πρόγραμμα λιτότητας στην κανονικότητα θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολη, λαμβάνοντας υπόψη το κλίμα παροχολογίας που είχε αρχίσει να καλλιεργείται και τα αιτήματα για παροχές που υποβάλλονταν από την πλειονότητα των οικονομικών φορέων και της κοινωνίας.
Τελικά, η συνέχεια δικαίωσε τους φόβους του, αφού η σκληρή λιτότητα μετατράπηκε στην πολιτική του «Δώσ’ τα όλα» με τα γνωστά αποτελέσματα για την ελληνική οικονομία στο τέλος της δεκαετίας του 1980.
Η σημερινή κατάσταση, παρ’ ότι ασύγκριτα δυσκολότερη, έχει πολλές ομοιότητες με εκείνη, επισημαίνουν έγκυροι οικονομικοί παράγοντες. Φοβούνται ότι το κλίμα παροχολογίας που έχει αρχίσει να διαμορφώνει η κυβέρνηση με τις κινήσεις της και η ρητορική της για την επόμενη μέρα δεν συνάδει με τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η χώρα απέναντι στους δανειστές για τα επόμενα χρόνια. Και, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνουν, ναρκοθετεί την προσπάθεια προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας που θα συνεχιστεί μετά το τρίτο Μνημόνιο, ενδεχομένως με ένα νέο πρόγραμμα προληπτικής στήριξης στο πλαίσιο μιας μακρόχρονης εποπτείας από τους πιστωτές.
Για οκτώ ολόκληρα χρόνια η ελληνική κοινωνία έχει σηκώσει το βάρος ενός πρωτόγνωρου, σε παγκόσμιο επίπεδο, προγράμματος απίστευτης λιτότητας και δικαίως ζητά να αποκατασταθεί ένα αποδεκτό επίπεδο διαβίωσης που έχει χαθεί για μεγάλες κατηγορίες πολιτών της. Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι το τέλος του προγράμματος –εφόσον ολοκληρωθεί τον Αύγουστο του 2018 –δεν θα σημάνει το τέλος της πολιτικής αυτής. Οχι μόνο γιατί –όπως προεξοφλούν ήδη οι δανειστές –καθαρή έξοδος από τα Μνημόνια δεν πρόκειται να υπάρξει, αλλά και γιατί η ίδια η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έχει ψηφίσει σκληρά μέτρα λιτότητας, όπως οι περικοπές στις συντάξεις και η μείωση του αφορολόγητου ποσού εισοδήματος, που θα εφαρμοσθούν το 2019 και το 2020 αντίστοιχα.
Στον αντίποδα, όμως, η κυβέρνηση συμπεριφέρεται λες και στο τέλος του υφιστάμενου προγράμματος η χώρα θα βγει από το τούνελ, κλείνοντας το μάτι σε όσες κατηγορίες πολιτών θεωρεί εκλογικό της ακροατήριο. Ταυτόχρονα κατασκευάζει εχθρούς μεταθέτοντας αλλού τις ευθύνες για τη μνημονιακή πολιτική που η ίδια έχει υπογράψει και εφαρμόζει, στέλνοντας ανησυχητικά μηνύματα για τον τρόπο με τον οποίο σκοπεύει να συμπεριφερθεί την επόμενη μέρα, εάν βρεθεί στην αντιπολίτευση. Αυτό μαρτυρούν και οι συνεχείς επιθέσεις προς στον διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, ο οποίος, προειδοποιώντας δημόσια για τις υποχρεώσεις που έχει ήδη αναλάβει η χώρα αλλά και όσες απορρέουν από τη συμμετοχή της στο ευρώ, αντικρούει ευθέως το κυβερνητικό αφήγημα.
Παράγοντες της αγοράς δεν κρύβουν την έντονη ανησυχία τους. Φοβούνται ότι το κλίμα παροχολογίας και σύγκρουσης που διαμορφώνει σήμερα η κυβέρνηση είναι προάγγελος ενός τοξικού πολιτικού κλίματος μετά τις εκλογές, όποτε και αν γίνουν. Και αυτό θα είναι ό,τι χειρότερο για μια χώρα που χρειάζεται ευρεία πολιτική συναίνεση για να βρει τον βηματισμό της στο δύσκολο περιβάλλον του ευρώ, ύστερα από 8 ολέθρια χρόνια. Τις συνέπειες μιας ανάλογης πολιτικής, ακραίας αντιπολίτευσης από τον ΣΥΡΙΖΑ πλήρωσε, άλλωστε, πολύ ακριβά η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια.