Τα χρόνια της Μεταπολίτευσης, οι πλατείες της Αθήνας εμπλουτίστηκαν με πάρα πολλά αγάλματα «επί δημαρχίας Δημητρίου Λ. Αβραμοπούλου». Ο Δασκαλάκος της οδού Μιχαλακοπούλου, πίσω από το Χίλτον, που διδάσκοντας παραχαράσσει εθνικοφρόνως μια υποθήκη του Διονυσίου Σολωμού, κι οι τρεις μουσάτες κεφαλές πλάι στην είσοδο του Εθνικού Κήπου που αναπαριστούν υποτίθεται τους τρεις μεγάλους τραγωδούς της αρχαιότητας, η αναθηματική Δραχμή πλάι στο δημαρχείο και τα συμπιεσμένα γλυπτά στα σιντριβάνια, στην αρχή της Ερμού, που κατά σύμπτωση φιλοτεχνήθηκαν από τον ίδιο γλύπτη που έφτιαξε το μνημείο για τους «νεκρούς» της ΕΡΤ μάς εξοικείωσαν με την κακογουστιά ενός χωρίς αντίκρισμα νεοπλουτισμού –που συνεχίζουν να μας συντροφεύουν την εποχή της χρεοκοπίας.
Τέτοια δημόσια σήματα επικρίθηκαν πολύ. Χλευάστηκαν, αλλά ουδέποτε βανδαλίστηκαν από τους επικριτές τους. Επειδή δεν είναι μόνοι, σε μια πόλη όπως η Αθήνα που αναπτύχθηκε άναρχα, ατσούμπαλα, και ιδίως μετά τη δεκαετία του 1950, μεγάλωσε όχι ως μητροπολιτική μεγαλούπολη αλλά ως κέλυφος υποδοχής κατοίκων της επαρχίας, οι οποίοι μετέφεραν τις περίκλειστες κοινότητες σε μια μεγαλύτερη υποδοχή. Το πρώτο πράγμα που ποδοπατήθηκε άτσαλα σε αυτή την πόλη, και στα προάστιά της, και συνεχίζει να ποδοπατιέται, είναι ο δημόσιος χώρος. Η μοναδική περίοδος που η πρωτεύουσα πήγε να γίνει πραγματική μητρόπολη ήταν το καλοκαίρι του 2004, στη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων. Αλλά αντέδρασαν οι ίδιες οι υποδομές της, σαν να μην το άντεχαν, γι’ αυτό τα πράγματα άρχισαν να επανέρχονται στην προτέρα κατάσταση με το που έσβησε η δάδα των Αγώνων.
Σε αυτό το φόντο στήθηκε το άγαλμα του Κωστή Γεωργίου «Phylax/Φύλαξ», στο Παλαιό Φάληρο, όπου δημαρχεύει ο Διονύσης Χατζηδάκης (κάτοικοι της περιοχής τον περιγράφουν ως προσγειωμένο οραματιστή). Πρόκειται για ποπ γλυπτό, που κατάγεται, λέει, από την ελληνική μυθολογία, παραπέμπει στον φύλακα και προστάτη της Κρήτης Τάλω –αλλά, πρωτίστως, είναι μια μοντέρνα πινελιά σε μια περιοχή που δεν είναι απαραίτητο να την ορίζουν μόνο οι ανοιχτοί ορίζοντες του θαλάσσιου τοπίου και η αρχιτεκτονική του κατοικημένου χώρου.
Το έργο αυτό μπήκε αμέσως στο στόχαστρο ομάδων που υπηρετούν την ευήθεια, στο όνομα προκαταλήψεων, θρησκευτικού, εθνικού ή Κύριος οίδε τι περιεχομένου. Με αγιαστούρες, με μπογιές, με χουλιγκανικές διαθέσεις, διάφοροι απίστευτοι τύποι έφτιαξαν ένα υπόστρωμα δεισιδαιμονίας (λένε, π.χ., ότι είναι το άγαλμα του Εωσφόρου) προκειμένου να νομιμοποιήσουν βίαιες κινητοποιήσεις που φτάνουν ώς τον βανδαλισμό ενός δημόσιου σήματος που δεν είναι της αρεσκείας τους.
Ο στόχος τέτοιων παρεμβάσεων είναι, πάντα, ο ίδιος. Να κυριαρχήσει ο χουλιγκανισμός, ο τσαμπουκάς της χωριατιάς που αντιλαμβάνεται την πόλη υποταγμένη σε μια μοναδική, κυρίαρχη αντίληψη για την αισθητική (αλλά εντέλει και για την πολιτική): μια πόλη αποκομμένη από οτιδήποτε γίνεται αλλού, μόνη, ανάδελφη, κέλυφος συλλογικοτήτων που εχθρεύονται ό,τι δεν μπορούν να καταλάβουν –και πρωτίστως, οποιαδήποτε πνευματικότητα. Τρόποι επιβολής αυτής της αντίληψης, η βία και η λογοκρισία.
Ζούμε σε μια πόλη και σε μια χώρα περίκλειστες, αποκομμένες από παντού, στον δικό τους κόσμο. Εναν κόσμο αυταρχισμού και θλιβερής ισοπέδωσης προς τα κάτω. Οφείλουμε να προστατέψουμε τα περάσματα ενός άλλου αέρα –που τόσο τον έχουμε ανάγκη.