Προτού να γίνει ήρωας, άγαλμα και συνοικία των Αθηνών, όταν ακόμα ήταν ένας παράφορος νέος που ταξίδευε αναζητώντας περιπέτειες, ηδονές και έμπνευση, ο Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον, ο Λόρδος Βύρωνας, είχε πάντα στη μέσα τσέπη του μια επιστολή του Γκαίτε. Οχι σαν φυλακτό. Ως διαβατήριο. Στις αρχές του 19ου αιώνα, το έργο και το πρόσωπο του Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε ακτινοβολούσε τόσο στην Ευρώπη ολόκληρη, ώστε το να σου έχει απευθυνθεί προσωπικά, να σου έχει στείλει γράμμα, σου άνοιγε όλες τις πόρτες. Σε καθιστούσε πρόσωπο ξεχωριστό, καλοδεχούμενο παντού.
Το 1937, ο γεραρός Κωστής Παλαμάς διάβασε το «Τραγούδι της Αδελφής μου» του Γιάννη Ρίτσου. «Παραμερίζουμε ποιητή για να περάσεις!» αποκαλύφθηκε έμμετρα μπροστά στο υπερχειλίζον ταλέντο που είχε εισβάλει στα ελληνικά γράμματα.
Το 1999, ο Μίκης Θεοδωράκης εμφανίστηκε γριπιασμένος, με τις πιζάμες, στην τηλεόραση και με δυο σταράτες κουβέντες έσωσε την τιμή του Εθνους, η οποία είχε βαριά κλονιστεί με τη σύλληψη του Οτζαλάν. «Πού ακούστηκε», αναρωτήθηκε, «οι Ελληνες να παίρνουν τοις μετρητοίς τις ύβρεις και τις συκοφαντίες μιας κυρίας, η οποία δηλώνει γραμματέας του κούρδου ηγέτη; Πώς είναι δυνατόν να σκύβουμε ντροπιασμένοι το κεφάλι επειδή κάποιοι επιδιώκουν να ρίξουν σε εμάς τις δικές τους ευθύνες;».
Τι κοινό είχαν ο Γκαίτε, ο Παλαμάς και ο Μίκης; Ηταν μύθοι εν ζωή. Προσωπικότητες απροσμέτρητου ειδικού βάρους. Πυξίδες του καλού και του ωραίου που τις εμπιστεύονταν μυριάδες άνθρωποι.
Με λύσσα επιδιδόμαστε κατά τα τελευταία χρόνια στην κατεδάφιση των μύθων μας. Αναζητούμε τα ψεγάδια τους, τα μεγεθύνουμε, τα περιφέρουμε χαιρέκακα στο μεϊντάνι.
«Ακούσατε γειτόνοι», κακαρίζουμε, «για τι κουμάσι πρόκειται στην πραγματικότητα η Κική Δημουλά! Πίσω από την ποιητική μουτσούνα της, κρύβεται μια ρατσίστρια που αντιπαθεί τους μετανάστες! Μάθετε για τη στάση της Μελίνας Μερκούρη επί Κατοχής! Φρίξατε με την Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, η οποία δεν έφτυσε αίμα σε φυλακές και εξορίες, όπως έκαναν οι αριστερές νέες τότε, μα προσελήφθη στα ανάκτορα! Μόνη της τα ομολογεί, στην αυτοβιογραφία της…».
Χαρακτηριστικό είναι ότι οι παραπάνω κατηγορίες δεν εκτοξεύονται από ανθρώπους συνομηλίκους όσων έχουμε καθήσει στο σκαμνί, με αναμφισβήτητες δάφνες. Δεν κακολόγησε ποτέ την Αρβελέρ ο Τίτος Πατρίκιος, απ’ τους ελάχιστους αλύγιστους της Μακρονήσου. Δεν μείωσε τη Μελίνα η Αλκη Ζέη –την είχε, αντιθέτως, πρώτη φίλη της. Τη λάσπη τη ρίχνουν κάτι άκαπνοι. Κάτι «όπου φυσάει ο άνεμος» ασπόνδυλα μαλάκια.
Οσάκις δεν υπάρχουν αποδείξεις παρά ανεξακρίβωτες απλώς φήμες, τα κακαρίσματα γίνονται δηλητηριώδεις ψίθυροι. «Ο τάδε διαφθείρει φτωχές κορασίδες… Τον δείνα τον απασχολεί αποκλειστικά το πορτοφόλι του…». «Και πού το ξέρεις εσύ;» ρωτάμε τον καλοθελητή. «Μία ξαδέλφη μου είναι συμμαθήτρια της γραμματέως του. Αντρο οργίων έχει καταντήσει το σπίτι του…».
Το ψυχικό κίνητρο των κατεδαφιστών είναι προφανές. Στερούμενοι οι ίδιοι αξιόλογου έργου ή αστραφτερής προσωπικότητας, δεν συγχωρούν όσους τα διαθέτουν. Αγωνιούν να τους μειώσουν. Να τους φέρουν στα μέτρα τους.
Και βέβαια όποιος ψάχνει στα μπουγαδοκόφινα, όλο και κάποιο άπλυτο θα βρει.
Πρέπει να πάσχεις ωστόσο από βαριά κώφωση για να προσπερνάς τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και να στέκεσαι στο ότι –αν και κομμουνιστής –έχει κότερο. (Ετσι διέδιδαν τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης οι φαρμακόγλωσσες…) Πρέπει να είσαι ντιπ αναίσθητος εάν αντί να μαγεύεσαι από τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» του Γιάννη Ρίτσου, σε απασχολούν τα βαμμένα του μαλλιά.
Προστατεύστε τους μύθους! Οι κοινωνίες –ιδίως σε φάσεις γενικευμένης κρίσης όπως αυτή που εμείς διανύουμε από το 2010 –έχουν απόλυτη ανάγκη από σημεία αναφοράς. Από θετικά παραδείγματα. Η ηρωική στάση ζωής, η αφοσίωση στην τέχνη ή στην επιστήμη εμπνέουν και καθοδηγούν.
Προσωπικά διαφωνώ με τις περισσότερες πολιτικές επιλογές του Μανώλη Γλέζου. Ετσι όμως και τον συναντούσα με την επτάχρονη κόρη μου στον δρόμο, θα την παρακινούσα να του φιλήσει το χέρι. «Χάρη σε αυτόν τον κύριο είμαστε εμείς ελεύθεροι» θα της έλεγα. Θα το θυμόταν –είμαι βέβαιος –σε όλη της τη ζωή.