Στα βιβλία που μας αρέσουν υπερβολικά, συμπεριφερόμαστε με δύο τρόπους. Ο πιο συνηθισμένος είναι να τα διαβάζουμε απνευστί –εξού και οι Αγγλοσάξονες σκαρφίστηκαν τον όρο pageturner για τον συγγραφέα που σε αναγκάζει να παρατήσεις τους πάντες και τα πάντα ώσπου να τελειώσεις το πόνημά του. Πολύ λιγότερο συνηθισμένος αλλά οικείος στους μερακλήδες αναγνώστες είναι ο εκ διαμέτρου αντίθετος τρόπος: να διαβάζεις το βιβλίο που σου αρέσει βασανιστικά αργά, επώδυνα, ώστε να παρατείνεις τη μαζοχιστική σου ευχαρίστηση έως εκεί που δεν πάει άλλο. Στη δεύτερη κατηγορία εντάσσεται μια συλλογή διηγημάτων που κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2000 από τις εκδόσεις Ποταμός, σε μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου: Η τακτική του αιφνιδιασμού, ενός βρετανού συγγραφέα με το παράδοξο όνομα Σάκι. Μολονότι έχουν περάσει ήδη δεκαοχτώ χρόνια από τότε που έπεσε στα χέρια μου και το βιβλίο αριθμεί μόλις 265 σελίδες, το μόνο που εύχομαι είναι να περάσουν άλλα τόσα χρόνια μέχρις ότου αξιωθώ να ολοκληρώσω την ανάγνωσή του. Τόσο δεν θέλω να φτάσει εκείνη η ώρα.
Αντιγράφω από τον πρόλογο της Ζαχαριάδου: «Οταν ο Σάκι σκοτώθηκε το 1916, στο γαλλικό μέτωπο, σε ηλικία 46 ετών, η αγγλική λογοτεχνία έχασε ένα από τα ανερχόμενα αστέρια της και η παγκόσμια λογοτεχνία έναν μεγάλο χιουμορίστα». Ο βιτριολικός Σάκι σίγουρα περίμενε σε όλη του τη ζωή τα βέλη της κριτικής ως αντίδωρα στα δικά του βέλη, αλλά μάλλον δεν ήταν σε θέση να προβλέψει πόσο πιο αποτελεσματικά θα αντιμετώπιζε την πένα του ένας όλμος ή μια σφαίρα. Πρόλαβε να γράψει ένα μυθιστόρημα, το Οταν ήρθε ο Γουλιέλμος, όπου σατίριζε μια Αγγλία υπό φανταστική γερμανική κατοχή –για το δικό του πεπρωμένο, ωστόσο, κατά τον πραγματικό πόλεμο με τους Γερμανούς, δεν άφησε πίσω του ούτε δύο προφητικές αράδες.
Το μυθιστόρημα του Σάκι και, ιδίως, το μακάβριο κισμέτ του ιδίου μάς οδηγούν στον ρευστό κόσμο του «Εάν». Τι θα γινόταν εάν δεν είχε γίνει αυτό που έγινε; Οι τέχνες έχουν καταπιαστεί ουκ ολίγες φορές με το αναπάντητο ερώτημα. Πιο γνωστό είναι το ηθικοπλαστικό ποίημα του Τζόζεφ Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, γραμμένο το 1895. Ο Κίπλινγκ μπορούσε να φανταστεί ότι το ποίημά του θα είναι πιασάρικο, μα δεν μπορούσε να υποψιαστεί καν ότι γι’ αυτό το ποίημα θα τον σιχτίριζαν μια μέρα όλα τα Εγγλεζόπουλα: οι δάσκαλοί τους τα έβαζαν να το γράφουν και να το ξαναγράφουν ως τιμωρία, όποτε δεν στέκονταν στο ύψος των εκπαιδευτικών περιστάσεων. Ανάλογη επιρροή, τουλάχιστον πάνω στους σημερινούς εξηντάρηδες, είχε και το εικονοκλαστικό κινηματογραφικό If (1968) του Λίντσεϊ Αντερσον. Ακόμη και ο δικός μας Παπακαλιάτης, πιο πρόσφατα (2012), κατέθεσε τον ομώνυμο καλλιτεχνικό οβολό του. Κομψοτεχνήματα πολιτικής φαντασίας, όπως ο Ανθρωπος στο Ψηλό Κάστρο (1962) του Φίλιπ Ντικ ή το Fatherland (1992) του Ρόμπερτ Χάρις μας ξεναγούν σε έναν ζοφερό κόσμο όπου οι ναζιστές έχουν κερδίσει τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι από τις περιπτώσεις που επιθυμείς επειγόντως να ξυπνήσεις.
Στον χώρο της πολιτικής, ο πειρασμός του «Εάν» συνοδεύεται συνήθως από τη νοσταλγία του ανεκπλήρωτου, μια μορφή ευπιστίας που δεν είναι λιγότερο επιτακτική επειδή είναι ολοφάνερα ανεδαφική. Βλέπετε, είναι βαθιά ανθρώπινο, εάν μας ζητήσουν να εικάσουμε και να ζωγραφίσουμε τη ζωή που δεν ζήσαμε, οι εννέα στους δέκα να χρησιμοποιήσουμε ζωηρά χρώματα παρά μελανά. Εάν εξιδανικεύουμε μία φορά ένα παρελθόν που παρήλθε ανεπιστρεπτί, εξιδανικεύουμε χίλιες ένα μέλλον που δεν θα έρθει ποτέ. Ενίοτε δεν χρειάζεται να περάσει καν ένα εύλογο χρονικό διάστημα δεκαετιών, ώστε να ξεθωριάσουν οι ενθυμήσεις μας και να αδειάσουν αρκετά συρτάρια στη μνήμη μας για να τα γεμίσουμε με φαντασιώσεις. Ενίοτε ο νόστος χτυπάει την πόρτα μας κιόλας από την επομένη.
Πάρτε για παράδειγμα την ανατροπή του Αντώνη Σαμαρά. Συμπληρώθηκαν μόλις τρία χρόνια από τις άκαρπες ψηφοφορίες στη Βουλή για την ανάδειξη Προέδρου της Δημοκρατίας και ήδη, ένα σεβαστό μέρος της κοινής γνώμης κολυμπάει αμέριμνο στα γαλάζια νερά του «Εάν». Τι θα συνέβαινε εάν έβγαινε ο Σταύρος Δήμας Πρόεδρος με την τρίτη ψηφοφορία; Σύμφωνα με ένα σκεπτικό τύπου μιούζικαλ που παρεμποδίζει κάθε απόπειρα ορθής ανάγνωσης εκείνων των βρώμικων ημερών, ο Σαμαράς θα ολοκλήρωνε απερίσπαστος την αξιολόγηση, θα αποχαιρετούσαμε τα Μνημόνια, θα χορεύαμε συρτάκι στις παραλίες, ενόσω ο ΣΥΡΙΖΑ, σαν τον ψωριάρη στο πάρτι, θα ζάρωνε σε μια γωνιά, θα έβραζε στο ζουμί του και θα επέστρεφε ολοταχώς στα μονοψήφια ποσοστά του.
Αυτό το μιούζικαλ θεωρεί ως δεδομένο ότι ο Τσίπρας σούφρωσε το κλειδί του Μαξίμου από τον Σαμαρά δίχως τη μεσολάβηση κάποιων άλλων ενοχλητικών μικρολεπτομερειών, όπως των εθνικών εκλογών, ας πούμε. Αυτό το μιούζικαλ θεωρεί επίσης δεδομένο ότι οι αδίστακτοι καιροσκόποι του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έβγαιναν ξετσίπωτα να καταγγείλουν δημόσια μια «νέα αποστασία» αργυρώνητων βουλευτών –κάτι που έκαναν προληπτικά εξάλλου (ανατρέξτε στα πρωτοσέλιδα της εποχής) για τον φόβο των Ιουδαίων και χωρίς καμία «αποστασία» να λάβει χώρα εντέλει. Αυτό το μιούζικαλ θεωρεί τέλος ότι ο λαϊκισμός του ΣΥΡΙΖΑ, θεριεμένος από κάθε λογής φρούδα ελπίδα και κάθε λογής μεταπολιτευτικό ψέμα, θα αποδυναμωνόταν δραματικά έως τις επόμενες εκλογές –σε έξι μήνες, σε δέκα; –και δεν θα εκτοξευόταν σε νέα δυσθεώρητα ύψη. Αυτό το μιούζικαλ θεωρεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ που πήρε 36% τον Ιανουάριο του 2015, δεν θα γέμιζε τα μπιτόνια του με νέα οργή για την «αποστασία» και δεν θα έπαιρνε 46% ή 56% τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς. Αυτό το μιούζικαλ, όπως κάθε μιούζικαλ, δεν βασίζει τη γοητεία του τόσο στη δική του πειθώ, όσο στη δική μας εθελοτυφλία. Προπάντων; Στην παρηγορητική σκέψη πως τα πράγματα θα εξελίσσονταν καλύτερα εάν δεν είχαν εξελιχθεί όπως εξελίχθηκαν. Πως κάπου, κάπως, κάποτε, μπορεί και να μη συμβεί το χειρότερο δυνατόν να συμβεί. Να μην επικρατήσει ο Νόμος του Μέρφι.
Εάν μπορούμε να εκμαιεύσουμε ένα δίδαγμα, τόσο από τον Οκτώβριο του 1981 όσο και από τον Ιανουάριο του 2015, είναι πως υπάρχει μονάχα ένας αξιόπιστος δολοφόνος υψηλών προσδοκιών: η ευκαιρία για την πραγμάτωσή τους. Πιστές στην αθάνατη νιτσεϊκή προσταγή, οι υψηλές προσδοκίες δυναμώνουν όσον καιρό δεν πεθαίνουν. Μετά τον θάνατό τους ακολουθεί μια περίοδος πένθους και περισυλλογής που αποδεικνύεται μακροπρόθεσμα πιο γόνιμη από την περίοδο των πομφολύγων. Με τον δικό της ιδρώτα και με το δικό της λίπασμα θα φυτρώσουν πάλι οι υψηλές προσδοκίες. Αλλά αυτή είναι μια άλλη δυσάρεστη συζήτηση.