Λέγεται συχνά ότι το ΝΑΤΟ είναι η πιο πετυχημένη στρατιωτική συμμαχία στην παγκόσμια Ιστορία, αφού κατάφερε να κερδίσει τον Ψυχρό Πόλεμο χωρίς καν να χρειαστεί να ενεργοποιήσει το άρθρο 5 της ιδρυτικής του συνθήκης. Το βέβαιο είναι ότι με τη δημιουργία του ΝΑΤΟ, οι Ηνωμένες Πολιτείες εγγυήθηκαν πολυμερώς, για πρώτη και μοναδική φορά στην Ιστορία τους επίσημα, μέσω γραπτής συνθήκης δηλαδή, την ασφάλεια κάποιων συμμάχων τους. Πάντως, καθ’ όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου δεν έλειψαν οι εντάσεις στο εσωτερικό της συμμαχίας, που είχαν να κάνουν κυρίως με την καχυποψία των Ευρωπαίων απέναντι στις αμερικανικές προθέσεις, αλλά και την ταυτόχρονη αδυναμία τους να προσφέρουν ισότιμα με την αμερικανική υπερδύναμη στην άμυνά τους.
Ολα αυτά μπορεί να φαντάζουν ως ένα μακρινό παρελθόν που λίγη σχέση έχει με την τρέχουσα συζήτηση για το μέλλον του ΝΑΤΟ. Ομως, η προϊστορία αυτή είναι χρήσιμη για να κατανοήσει κανείς πώς ξεκίνησε και ποια πορεία ακολούθησε ο μοναδικός αυτός οργανισμός ασφάλειας. Αλλωστε, σήμερα αν προσπαθούσαμε να εφεύρουμε το ΝΑΤΟ δεν θα τα καταφέρναμε, αφού, καταρχήν, δεν θα βρίσκαμε 67 γερουσιαστές στο Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών για να επικυρώσουν τη διεθνή ιδρυτική συνθήκη του. Με άλλα λόγια, το ΝΑΤΟ είναι μια «κατάκτηση» του Ψυχρού Πολέμου.
Ωστόσο, η μακροημέρευση του ΝΑΤΟ δεν μπορεί να βασιστεί μόνο στο γεγονός ότι αποτελεί ένα κεκτημένο της ευρω-αμερικανικής συνεργασίας και το θεσμικό θεμέλιο της ατλαντικής κοινότητας σε έναν ταραγμένο κόσμο. Η επιβίωση του ΝΑΤΟ εξαρτάται από το αν μπορεί να καλύπτει τις ανάγκες της νέας μεταψυχροπολεμικής εποχής. Η περίοδος 1989-2017 μπορεί να χωριστεί σε δύο φάσεις: στην πρώτη, το ΝΑΤΟ επέκτεινε τον χώρο δράσης του όχι μόνον εκτός των συνόρων των σύμμαχων χωρών του αλλά ακόμα και εκτός Ευρώπης. Ετσι, ξεκινώντας από τη Γιουγκοσλαβία έφτασε στο Αφγανιστάν. Σύμφωνα με τη λογική που επικράτησε, το ΝΑΤΟ όφειλε να επιχειρεί «out of area» (εκτός περιοχής) αν δεν ήθελε να βγει «out of business» (εκτός αγοράς). Ομως, από το 2014 και μετά, με την προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία και τις ταραχές στην Ανατολική Ουκρανία, το ΝΑΤΟ φαίνεται να επιστρέφει στη βασική του αποστολή: την προστασία των μελών του από άμεσες εξωτερικές απειλές και, ειδικά, από μια αναγεννημένη και επιθετική Ρωσία.
Είναι αλήθεια ότι ο ρώσος πρόεδρος Πούτιν άθελά του ανανέωσε την Ατλαντική Συμμαχία και επικαιροποίησε τη σημασία της για τα περισσότερα μέλη της. Είναι επίσης αλήθεια ότι σχεδόν όλα τα ευρωπαϊκά κράτη είναι μικρά και με περιορισμένες στρατιωτικές δυνατότητες το καθένα χωριστά, πράγμα που καθιστά τη συνεργασία μεταξύ τους απαραίτητη και αμοιβαία επωφελή. Είναι, τέλος, αλήθεια ότι το ΝΑΤΟ παρέχει μια εξαιρετικά χρήσιμη πλατφόρμα για τη συνεργασία των δύο μεγάλων δημοκρατικών πόλων του σύγχρονου κόσμου, της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Για όλους αυτούς τους λόγους το ΝΑΤΟ συνεχίζει να επιβιώνει και να επεκτείνεται στην πρώην Ανατολική Ευρώπη.
Ωστόσο, οι βασικές προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει δεν μπορούν να υποτιμηθούν και αφορούν την ενίσχυση της συνεισφοράς των Ευρωπαίων συμμάχων σε αυτό, μέσα από την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών αλλά και την καλύτερη συνεργασία μεταξύ τους, την αποτελεσματική προστασία από νέες απειλές όπως είναι οι κυβερνοεπιθέσεις και η τρομοκρατία, τη συνεννόηση και τη χαλιναγώγηση, ει δυνατόν, της Ρωσίας, αλλά και την οπισθοδρόμηση της Τουρκίας (αλλά και κάποιων νεοφώτιστων Ανατολικοευρωπαίων) προς μια αυταρχική, απρόβλεπτη και ευρωσκεπτικιστική λογική, η οποία μπορεί να μπλοκάρει τη θεσμική λειτουργία του οργανισμού που βασίζεται στην ομοφωνία. Εν κατακλείδι, το μέλλον της Ατλαντικής Συμμαχίας εξαρτάται εν πολλοίς από τη διαχείριση της μετάβασης προς ένα ευρωπαϊκότερο ΝΑΤΟ, που σημαίνει ένα ΝΑΤΟ στο οποίο τα ευρωπαϊκά μέλη θα συνεισφέρουν περισσότερο και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα παίζουν έναν λιγότερο κυρίαρχο ρόλο.
Ο Δημήτρης Καιρίδης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο