Η Βορειοατλαντική Συμμαχία, στο λυκαυγές της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, βρίσκεται αντιμέτωπη με σειρά πολυεπίπεδων προκλήσεων. Παράλληλα, παρατηρείται σημαντική στρατηγική απόκλιση στο εσωτερικό της Συμμαχίας, η οποία συνίσταται στις διαφορετικές προτεραιότητες των ευρωατλαντικών εταίρων. Η σταδιακή μετατόπιση του αμερικανικού κέντρου βάρους προς τον Ειρηνικό, σε συνδυασμό με τη συναλλακτική θεώρηση των διεθνών σχέσεων και συμμαχιών, απότοκο του αναδυόμενου δόγματος Τραμπ για την εξωτερική πολιτική, διαμορφώνουν νέα δεδομένα.
Η ενθάρρυνση πολιτικών στη λογική κόστους – οφέλους ελαχιστοποιεί την επίτευξη πολιτικής συναίνεσης για βασικούς στρατηγικούς στόχους της Συμμαχίας, με αποτέλεσμα η συνοχή του ΝΑΤΟ να κλονίζεται, γεγονός που κατέστη φανερό από την έλλειψη βούλησης των κρατών-μελών να προχωρήσουν στην επικαιροποίηση του νατοϊκού στρατηγικού δόγματος στη Σύνοδο των Βρυξελλών το 2017.
Το ανωτέρω δόγμα, το οποίο ισχύει από το 2010, τροποποιήθηκε στις Συνόδους της Ουαλίας και της Βαρσοβίας το 2014 και το 2016 αντίστοιχα, αλλά οι αλλαγές και οι τροποποιήσεις παρουσιάζονται αποσπασματικά και απουσιάζει ένα συνεκτικό στρατηγικό όραμα της Συμμαχίας που θα την καθιστά εκ νέου σημείο αναφοράς σε παγκόσμιο επίπεδο και θα επιτρέψει στο ΝΑΤΟ να ανταποκριθεί με σαφή και αποφασιστικό τρόπο στις προκλήσεις της επόμενης δεκαετίας. Η Σύνοδος των Βρυξελλών αποτέλεσε μια προσπάθεια γεφύρωσης των στρατηγικών αποκλίσεων των ευρωατλαντικών εταίρων με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα.
Τα ερωτήματα που προκύπτουν πλέον τίθενται επιτακτικά: Προς ποια στρατηγική κατεύθυνση οδηγείται το ΝΑΤΟ στο προσεχές μέλλον; Ποια θα είναι η προτεινόμενη προσαρμοστική στρατηγική για τη βέλτιστη ανταπόκριση του ΝΑΤΟ στις νέες προκλήσεις;
Αναφορικά με το πρώτο ερώτημα, η διατήρηση της συνοχής του ευρωατλαντικού δεσμού αποτελεί το κύριο ζητούμενο και τη βασική προϋπόθεση επίτευξης των συμφωνημένων στόχων. Ομολογουμένως το ζήτημα της συνεισφοράς των περισσότερων ευρωπαϊκών κρατών αναφορικά με την ανάπτυξη δυνατοτήτων και η επίτευξη του ορόσημου του 2% του ΑΕΠ αποτελούν την ικανή και αναγκαία συνθήκη για την ανανέωση της δέσμευσης των ΗΠΑ ως προς την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Παράλληλα, οι Ηνωμένες Πολιτείες επιβάλλεται να επενδύσουν εκ νέου στις διεθνείς τους συμμαχίες.
Ως προς το δεύτερο ερώτημα, η διαφορετική φύση των απειλών που αντιμετωπίζει η Συμμαχία έχει δημιουργήσει αδιαμφισβήτητα μια διαίρεση μεταξύ της Ανατολικής Πτέρυγας και της Νότιας Πτέρυγας του ΝΑΤΟ, η οποία υπονομεύει εν τοις πράγμασι τη συνολική στρατηγική του αναφορικά με τη συλλογική ασφάλεια. Στο πλαίσιο της γεφύρωσης των διαφορών προωθείται de facto η περιφερειοποίηση του ΝΑΤΟ.
Αν και η προώθηση της περιφερειοποίησης αντίκειται επί της ουσίας στην ιστορική στρατηγική αποστολή της Συμμαχίας, η οποία άπτεται της συλλογικής ασφάλειας, ενώ ελλοχεύει ο κίνδυνος περαιτέρω απόκλισης, εντούτοις η χρησιμοποίηση, μέσω μιας συνεκτικής προσέγγισης, των διαφορετικών εργαλείων που διαθέτει η Συμμαχία, για τη διαχείριση κρίσεων και την αντιμετώπιση διαφορετικών απειλών και κινδύνων, δύναται να αποτελέσει τη στρατηγική επιλογή εσωτερικής προσαρμογής του ΝΑΤΟ, για την ανταπόκριση της Συμμαχίας εν συνόλω στις αναδυόμενες προκλήσεις.
Ως εκ τούτου, η Νότια Πτέρυγα του ΝΑΤΟ δύναται να χρησιμοποιήσει εργαλεία από το Allied Command Transformation, ενώ η Ανατολική Πτέρυγα από την εργαλειοθήκη του Allied Command Operations. Επιπρόσθετα, ιδιαιτέρως σημαντική αναμένεται η συμβολή του Framework Nations Concept, όπου ένα κράτος αναλαμβάνει τον ηγετικό ρόλο του παρόχου του πλαισίου στο οποίο τα υπόλοιπα κράτη-μέλη συμμετέχουν και συντρέχουν ανάλογα με τα μέσα και τις δυνατότητες που διαθέτουν. Εκ προοιμίου, η συμβολή των ΗΠΑ και των τριών μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών, Ηνωμένου Βασιλείου, Γερμανίας και Γαλλίας, θα αποβεί καταλυτική για την ευόδωση μιας τέτοιας προσπάθειας.
Ο Κωνσταντίνος Θ. Λαμπρόπουλος είναι ειδικός επιστήμονας Αμυνας και Ασφάλειας, Geneva Centre for Security Policy, εξωτερικός συνεργάτης ΕΛΙΑΜΕΠ και ΚΕΜΕΑ.