Η ουκρανική κρίση του 2013 και τα όσα ακολούθησαν είχαν ως αποτέλεσμα τη ραγδαία επιδείνωση των ήδη επιβαρημένων σχέσεων ΝΑΤΟ-Ρωσίας. Η νέα κρίση οδήγησε στην ενίσχυση της στρατιωτικής παρουσίας του ΝΑΤΟ στη Βαλτική και την Ανατολική Ευρώπη, καθώς και σε αντίστοιχη αύξηση της στρατιωτικής δραστηριότητας των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων σε περιοχές της Δυτικής Ρωσίας. Επιπροσθέτως, οδήγησε στην αναστολή της λειτουργίας του Συμβουλίου ΝΑΤΟ-Ρωσίας και στη γενικότερη όξυνση της ρητορικής αντιπαράθεσης, γεγονός που δεν προμηνύει ταχεία επιστροφή σε καθεστώς ομαλότητας.

Η ουκρανική κρίση, πάντως, δεν θα πρέπει να γίνει κατανοητή σαν ένα μεμονωμένο περιστατικό, απόρροια λανθασμένων υπολογισμών και εκτιμήσεων, αλλά πρωτίστως ως αποτέλεσμα της αποτυχίας του ευρωπαϊκού συστήματος ασφαλείας, όπως αυτό οικοδομήθηκε μετά την πτώση της ΕΣΣΔ. Αλλωστε, των γεγονότων στην Ουκρανία είχαν προηγηθεί αυτά στη Γεωργία (2008), καθώς και άλλες κρίσεις οι οποίες συνέβαλαν στη δημιουργία κλίματος καχυποψίας μεταξύ των δύο πλευρών (επί παραδείγματι, βομβαρδισμός Σερβίας 1999).

Ρωσία και Δύση αντιλαμβάνονται με διαφορετικό τρόπο το καθεστώς ασφαλείας στην Ευρώπη. Ειδικότερα, από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’90 αναπτύχθηκαν δύο αποκλίνουσες στρατηγικές: Η στρατηγική της Δύσης, που αντιλαμβανόταν περιοχές του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας ως δυνητικά συνδεδεμένες με τους δυτικούς πολιτικοστρατιωτικούς θεσμούς (ΕΕ, ΝΑΤΟ), και εκείνη της Ρωσίας που βασιζόταν στη λογική του «κοινού ευρωπαϊκού σπιτιού», στο πλαίσιο του οποίου η ίδια θα αντιμετωπιζόταν ως ισότιμος συνομιλητής. Ως συνομιλητής, δηλαδή, με δικαίωμα συναπόφασης ως προς τη διαμόρφωση ενός νέου συστήματος ασφαλείας. Ωστόσο, αφενός η ανισορροπία ισχύος και αφετέρου το ότι αντικειμενικά δεν υπήρχε καμία προοπτική ένταξης της Ρωσίας σε ΕΕ και ΝΑΤΟ (που θα της εξασφάλιζε ένα τέτοιο δικαίωμα) δεν άφηναν περιθώριο ενός τέτοιου ισότιμου ρόλου για τη Ρωσία. Το γεγονός αυτό την οδήγησε στο να αισθάνεται περιορισμένη σε ρόλο «μικρού εταίρου» της Δύσης.

Η δημιουργία του Συμβουλίου ΝΑΤΟ-Ρωσίας (2002) επιχείρησε να καλύψει το κενό αυτό, καθιστώντας τη Ρωσία ισότιμο συνομιλητή. Το Συμβούλιο, ωστόσο, δεν μπόρεσε να παίξει τον συγκεκριμένο ρόλο, δεδομένου ότι περιορίστηκε σε δευτερεύοντα ζητήματα, με συνέπεια την περαιτέρω επιδείνωση των σχέσεων των δύο πλευρών. Η Ρωσία θεώρησε ότι με τη σύσταση του Συμβουλίου επιχειρήθηκε να δοθεί μια επίφαση ισότιμου διαλόγου τη στιγμή που η άλλη πλευρά δεν ήταν πραγματικά διατεθειμένη να συζητήσει το μείζον ζήτημα, τη συνολική δηλαδή δομή ασφαλείας.

Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν η ένταση των ανταγωνισμών, με τη Μόσχα να προτάσσει πλέον μια διπολική Ευρώπη, μέσω της προώθησης δικών της σχεδίων πολιτικής και στρατιωτικής ολοκλήρωσης.

Η διαιώνιση αυτής της κατάστασης δεν ωφελεί καμία πλευρά. Ο κίνδυνος ατυχήματος ή λανθασμένης εκτίμησης των ενεργειών της άλλης πλευράς παραμένει πάντοτε υψηλός, όπως και το ενδεχόμενο συχνών προβλημάτων στις μεταξύ τους σχέσεις, με το ΝΑΤΟ να καλείται κάθε φορά να αποδεικνύει την αξιοπιστία του στην εκπλήρωση της αποστολής του σε περίπτωση επιθετικών κινήσεων εκ μέρους της ρωσικής πλευράς. Τα κράτη της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης, εξάλλου, θα εξακολουθήσουν να αισθάνονται ανασφαλή εξαιτίας της συνεχιζόμενης πίεσης από τον ρωσικό παράγοντα.

Το κρίσιμο ζήτημα είναι αν η Ρωσία θα αποτελέσει μέρος της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφαλείας. Να σημειωθεί ότι ακόμη και στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου και των αντίπαλων στρατιωτικών συνασπισμών, η ΕΣΣΔ συμμετείχε στην Τελική Πράξη του Ελσίνκι μαζί με όλα (πλην Αλβανίας) τα κράτη της Δυτικής και Ανατολικής Ευρώπης, τις ΗΠΑ και τον Καναδά. Μια τέτοια θετική προοπτική προϋποθέτει την έναρξη ενός εις βάθος διαλόγου. Ζητούμενο, τελικά, είναι η δημιουργία ενός περιβάλλοντος σταθερότητας και ασφάλειας που θα απελευθερώσει δυνάμεις και πόρους προκειμένου να αξιοποιηθούν σε τομείς όπου υπάρχει πραγματικά ανάγκη.

Ο Αντώνης Σκοτινιώτης είναι διδάκτωρ Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, μεταδιδάκτορας ερευνητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς