«Θάνατος στον δικτάτορα», «Κληρικοί, στα τσακίδια», φώναζαν οι διαδηλωτές στο Ιράν στο τέλος της προηγούμενης εβδομάδας, δίνοντας την εντύπωση ότι η χώρα είναι έτοιμη για μεγάλη αλλαγή. Οι σποραδικές διαμαρτυρίες για την κατακόρυφη άνοδο στην τιμή των αβγών στις αρχές Δεκεμβρίου εξελίχθηκαν σε κίνημα που σάρωσε τη χώρα με αιτήματα όπως καταπολέμηση της διαφθοράς, ενίσχυση της οικονομίας και ανάδειξη πιο δημοκρατικής κυβέρνησης.

Πρόκειται για το μεγαλύτερο αντικυβερνητικό κίνημα στο Ιράν από την εποχή της Πράσινης Επανάστασης, γνωστής και ως Περσικής Ανοιξης, του 2009, όταν εκατομμύρια Ιρανοί διαδήλωσαν κατά της επανεκλογής του τότε προέδρου Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ.

Σήμερα εξίσου αιφνίδια το κύμα διαδηλώσεων καταλάγιασε μετά τη σύλληψη εκατοντάδων διαδηλωτών και τη διακοπή της πρόσβασης στα κοινωνικά δίκτυα μέσω των οποίων διοργανώθηκαν οι διαδηλώσεις. Η κυβέρνηση υποδεικνύει παρέμβαση ξένου δάκτυλου, ο αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ κάνει λόγο για «ξένους εχθρούς» αποφεύγοντας να τους κατονομάσει. Αυτή η μομφή έχει απήχηση σε πολλούς Ιρανούς, καθώς η χώρα τους έχει υποστεί επανειλημμένως παρεμβάσεις άλλων κρατών τις τελευταίες δεκαετίες. Η στήριξη που παρέχει δημοσίως ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ στους διαδηλωτές ενισχύει αυτό το σενάριο.  

ΑΝΕΡΓΙΑ ΚΑΙ ΑΝΙΣΟΤΗΤΕΣ. Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του  σημερινού κινήματος υποδεικνύουν ότι προέκυψε αυθόρμητα. «Οι νέες διαδηλώσεις δεν ξεκίνησαν από την Τεχεράνη όπως οι παλαιότερες, αλλά από τη  Μασάντ, τη δεύτερη μεγαλύτερη και ιερότερη πόλη της χώρας. Οι διαδηλωτές δεν προέρχονται από τους συνήθεις κύκλους της ελίτ και των μεταρρυθμιστών, αλλά από τους κόλπους της εργατικής τάξης και είναι νέοι σε ηλικία», επισημαίνει η αναλύτρια εξωτερικών σχέσεων Ρόμπιν Ράιτ στο «New Yorker».

Κάτω από την ηρεμία που επέρχεται σταδιακά, κοχλάζει η οργή, κυρίως των νέων Ιρανών λόγω της δεινής οικονομικής κατάστασης. Η ανεργία ανέρχεται σε ποσοστό 12,7%. Η τιμή αγαθών πρώτης ανάγκης όπως των αβγών αυξήθηκε ακόμη περισσότερο εξαιτίας μιας επιδημίας γρίπης των πουλερικών.

Οργή όμως προκαλούν στους Ιρανούς και οι κοινωνικές ανισότητες. «Πολλοί νέοι που κατοικούν σε μικρότερες πόλεις πήραν μέσω της κοινωνικής δικτύωσης μία γεύση καλύτερης ζωής. Οταν συγκρίνουν αυτά που βλέπουν στο Instragram ή το Telegram με τις δικές τους προοπτικές, εξοργίζονται», γράφει η Αμάντα Ερικσον στην «Washington Post».    

Οργή προκαλούν και οι προσδοκίες που δεν εκπληρώνονται. Οι ηγέτες αλλά και οι πολίτες του Ιράν ήλπιζαν ότι η συμφωνία με τη Δύση για τα πυρηνικά θα επανεκκινούσε τη διαλυμένη οικονομία και θα βελτίωνε την ποιότητα ζωής τους, όμως διαψεύστηκαν. Οι ιρανικές επιχειρήσεις δεν μπορούν να υποστηρίξουν τις μεγάλες επενδύσεις που χρειάζεται η χώρα. Ξένοι επενδυτές δείχνουν ενδιαφέρον για τις πετρελαιοπηγές αλλά η γραφειοκρατία τούς αποτρέπει. Η πτώση της τιμής του πετρελαίου, η λειψυδρία, το μόνιμα διψήφιο ποσοστό πληθωρισμού, η ανεξέλεγκτη ανεργία και η διαφθορά δεν αφήνουν πολλά περιθώρια στην κυβέρνηση για βελτίωση της κατάστασης.         

Η ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΗΠΑ. Και ενώ ο αμερικανός πρόεδρος εκφράζει τη στήριξή του προς τον ιρανικό λαό, με τις πράξεις του ίσως κάνει το αντίθετο. Η συμφωνία για τα πυρηνικά θα μπορούσε να καταρρεύσει εάν αποφασίσει να επιβάλει εκ νέου κυρώσεις στην Τεχεράνη. Αυτό θα λειτουργούσε ακόμη πιο αποτρεπτικά για τους ήδη διστακτικούς ξένους επενδυτές, ενώ οι ιρανοί ηγέτες θα έβρισκαν ένα ιδανικό εξιλαστήριο θύμα για την φτώχεια που πλήττει τον λαό τους.      

Η ευρύτερη απογοήτευση ήταν αυτή που οδήγησε στην τελική έκρηξη στο Ιράν, η οποία ουσιαστικά αποτελεί πλήγμα στην καρδιά της ισλαμικής δημοκρατίας. Αν η ιρανική κυβέρνηση δεν καταφέρει να αμβλύνει τη δυσαρέσκεια του λαού της, θα συνεχίσει να βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση ακόμη και αν οι διαδηλώσεις καταλαγιάσουν προσωρινά.