Σε ένα όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, ο όρος «χάκερ» παρέπεμπε αυτόματα σε μια φυσιογνωμία σκοτεινή και κακόβουλη. Με τα χρόνια, έγινε πιο ουδέτερος. «Χάκερ», διαβάζουμε στο Διαδίκτυο, «είναι ένας τεχνικά καταρτισμένος χρήστης υπολογιστή, ο οποίος, είτε με αρνητικά είτε με θετικά κίνητρα, θα παραβιάσει συστήματα υπολογιστών». Οι πιο μυημένοι έμαθαν και τις υποκατηγορίες: Black Hats, Grey Hats, White Hats, με τα «μαύρα», τα «γκρίζα» και τα «λευκά καπέλα» να αποτυπώνουν παραστατικά και τις προθέσεις. Στο ετήσιο, πάντως, συνέδριο των ευρωπαίων χάκερ που πραγματοποιήθηκε τις τελευταίες ημέρες του 2017 στη Λειψία, το κυρίαρχο χρώμα ήταν αναμφισβήτητα το λευκό. Και ο ορισμός τον οποίο έδωσε μέσω τηλεδιάσκεψης ένα από τα είδωλα των συμμετεχόντων, ο Εντουαρντ Σνόουντεν, ήταν ο εξής: «Χάκερ είναι κάποιος που αμφιβάλλει, που παίρνει το ρίσκο να κάνει λάθος, που προσπαθεί να διορθώσει τα πράγματα, που προσπαθεί να ανακαλύψει αυτά που αγνοούμε. Η αμφιβολία είναι η πρώτη μορφή διαφωνίας. Ο καθένας από εμάς έχει διαφορετικούς λόγους να αμφιβάλλει. Αλλά ο καθένας από εμάς βίωσε μια εμπειρία που φύτεψε μέσα του τον σπόρο του σκεπτικισμού απέναντι σε αυτό το σύστημα».
Εκεί που το Χάος κυριαρχεί
Κάπου 15.000 άνθρωποι από τις 27 έως τις 30 Δεκεμβρίου τη Λειψία, στη μεγαλύτερη πόλη της Σαξονίας, συμμετείχαν στο Chaos Communication Congress, το συνέδριο που διοργάνωσε για 34η συνεχόμενη χρονιά το Chaos Computer Club (CCC): η παλαιότερη και πλέον σημαντική κολεκτίβα χάκερ στον κόσμο ιδρύθηκε το 1981 στο Δυτικό Βερολίνο. Η εικόνα που έδινε εκείνες τις τέσσερις ημέρες το συνεδριακό κέντρο της Λειψίας, με τα 272.000 τετραγωνικά μέτρα του, ήταν πράγματι μια εικόνα (δημιουργικού) χάους: φώτα νέον και γεωδαιτικοί θόλοι, ποιητικά ρομπότ και φουσκωτοί μονόκεροι, συμμετέχοντες που μετακινούνταν με πατίνια ή σκέιτμπορντ ή παρέμεναν ακίνητοι, χαμένοι μέσα στον ηλεκτρονικό υπολογιστή τους, ή συνέπρατταν σε κάποια από τις 170 συζητήσεις που διοργανώθηκαν με θέμα την αποκωδικοποίηση, την κατανόηση και την τροποποίηση της τεχνολογίας ώστε να τεθεί στην υπηρεσία όλων. Σε αυτό το συνέδριο δεν υπάρχουν μεγάλοι σπόνσορες, λειτουργούν σχεδόν όλα με βάση τον εθελοντισμό, και είναι τέτοια η δίψα για αυτονομία που οι διοργανωτές έφτασαν σε σημείο να αναπτύξουν δικό τους τηλεφωνικό δίκτυο, χάρη στο οποίο οι συμμετέχοντες μπορούσαν να ανταλλάξουν κλήσεις και μηνύματα.
«Το συνέδριο είναι μια ουτοπία, μια προσωρινή αυτόνομη ζώνη, είναι σημαντικό να παραμείνουμε τριάντα χρόνια μπροστά από την εποχή μας» δήλωσε κατά την έναρξη ο Τιμ Πρίτλαβ, καλλιτέχνης εγκατεστημένος στο Βερολίνο, από τους στυλοβάτες του Chaos Computer Club. Μόνο που αυτό το προβάδισμα ποτέ άλλοτε δεν έμοιαζε τόσο περιορισμένο. «Για καιρό, το μέλλον ήταν σταθερό, ταυτόσημο με το παρελθόν. Τώρα, όμως, όλα πάνε τόσο γρήγορα που είναι αδύνατο να προβλέψεις το μέλλον από τον έναν μήνα στον άλλο» συνόψισε ο σκωτσέζος συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας Τσαρλς Στρος σε μία από τις πρώτες ομιλίες του συνεδρίου. Συνδεδεμένα αντικείμενα που βγαίνουν εκτός ελέγχου, χειραγώγηση εκλογών μέσω των social media, κυβερνοεπιθέσεις κάθε είδους, κράτη επιδιδόμενα σε μια κούρσα εξοπλισμών στον ψηφιακό χώρο, μια τεχνητή νοημοσύνη (IA) όλο και πιο ανησυχητική, κολοσσοί της ψηφιακής αγοράς αχόρταγοι για προσωπικά δεδομένα… «Η σκοτεινή δυστοπία δεν είναι αναπόφευκτη. Εναπόκειται σε εμάς να την εμποδίσουμε, χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα εργαλεία» διαβεβαίωσε ο Στρος. Τα ετήσια συνέδρια του CCC έχουν πάντα έναν «τίτλο». Το 1993, ήταν «Δέκα χρόνια μετά τον Οργουελ». Το 2004, ήταν «Οι συνήθεις ύποπτοι». Το 2014, «Μια νέα εποχή». Φέτος, ήταν μια «πολύ ιδιαίτερη και πολύ γερμανική λέξη»: «Tuwat», που σημαίνει, στην αργκό, «κάνε κάτι».
Χαμένοι στο Διαδίκτυο
Η ιρανοκαναδή ερευνήτρια Μάσα Αλιμαρντάνι εξέθεσε στη Λειψία τα προβλήματα και τη λογοκρισία που αντιμετωπίζουν οι χρήστες του Ιντερνετ στο Ιράν. Ο πάλαι ποτέ συνιδρυτής της ομάδας χακτιβιστών LulzSec και νυν διδακτορικός φοιτητής στο University College του Λονδίνου Μουσταφά αλ Μπασάμ διηγήθηκε πώς αποκάλυψε πλαστούς λογαριασμούς στα social media υπό τον έλεγχο της GCHQ, της βρετανικής ηλεκτρονικής υπηρεσίας πληροφοριών: δεν χρησιμοποιούν μόνο χώρες όπως η Ρωσία τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προκειμένου να ανακατευτούν στην πολιτική ζωή άλλων κρατών. Στο μενού βρέθηκαν επίσης: η ανάπτυξη στην Κίνα «συστημάτων κοινωνικής πίστωσης» που βαθμολογούν, και ανταμείβουν, τους πολίτες ανάλογα με τη συμμετοχή τους στην κοινωνία, η λογοκρισία στο καταλανικό Διαδίκτυο κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας για το δημοψήφισμα, οι τελευταίες τεχνολογικές εξελίξεις στον τομέα του «adversarial machine learning», της «ανταγωνιστικής μηχανικής μάθησης». Η πραγματικότητα εισέβαλλε σε κάθε περίπτωση συχνά πυκνά στην «ουτοπία» του συνεδρίου: ο Εντουαρντ Σνόουντεν, ο αμερικανός τεχνικός που αποκάλυψε τον Ιούνιο του 2013 τις μαζικές παρακολουθήσεις της NSA και έχει βρει τα τελευταία τεσσεράμισι χρόνια άσυλο στη Ρωσία, δεν απέφυγε μία ερώτηση για τυχόν επαφές του με τις ρωσικές υπηρεσίες πληροφοριών. «Ο σκεπτικισμός είναι κάτι υπέροχο, αλλά πρέπει να είναι και λογικός» απάντησε.
Η σεξουαλική βία
Πολλοί σύνεδροι άσκησαν έντονη κριτική, τόσο στο Ιντερνετ όσο και εκτός Ιντερνετ, στους διοργανωτές, οι οποίοι (φέρεται να) επέτρεψαν τη συμμετοχή αρκετών ατόμων κατηγορούμενων για σεξουαλικές παρενοχλήσεις και επιθέσεις –σε μία μάλιστα περίπτωση το έκαναν παρότι το θύμα είχε μεταβιβάσει στην οργάνωση ιατρικά πιστοποιητικά. Πολύ πριν ξεσπάσει το σκάνδαλο Γουάινστιν, το καλοκαίρι του 2016, ο Αμερικανός Τζέικομπ Απλμπαουμ, ένας από τους εκπροσώπους του δικτύου ανώνυμης πλοήγησης στο Ιντερνετ Tor και τακτικός επισκέπτης στα συνέδρια του CCC, είχε υποχρεωθεί να παραιτηθεί έπειτα από καταγγελίες βιασμών και σεξουαλικών επιθέσεων. Στον απόηχο του σκανδάλου Γουάινστιν, ακόμη δύο γνωστά μέλη της κοινότητας των χάκερ, ο νεοζηλανδός ερευνητής σε θέματα κυβερνοασφάλειας Μόργκαν Μαρκίς – Μπουάρ και ο Αμερικανός Τζον Ντρέιπερ, βρέθηκαν στο στόχαστρο: ο πρώτος έχει κατηγορηθεί για πολλούς βιασμούς, ο δεύτερος για σεξουαλική παρενόχληση ανηλίκων.
Μια αμερικανίδα τεχνικός τεχνολογίας του δικτύου Tor κατήγγειλε δημόσια το CCC, λίγο πριν από τη διεξαγωγή του συνεδρίου, ως μια ομάδα «ανδρών που μισούν τις γυναίκες», κατηγορώντας το πως απορρίπτει συστηματικά κάθε πρόταση διοργάνωσης συζητήσεων με θέμα τη σεξουαλική παρενόχληση και βία. Ολοκληρώνοντας την παρουσίασή της για το Ιντερνετ στο Ιράν, η ερευνήτρια Μάσα Αλιμαρντάνι δεν δίστασε να αναφερθεί στο ζήτημα: δηλώνοντας «λυπημένη» και «απογοητευμένη», ζήτησε «να τα πάμε καλύτερα το 2018» και εισέπραξε το θερμό χειροκρότημα των συμμετεχόντων. Οι διοργανωτές χαρακτηρίζουν τις καταγγελίες «άδικες», επισημαίνουν τις «ομάδες ευαισθητοποίησης», τους «κώδικες σωστής συμπεριφοράς» και τους μηχανισμούς «αποτροπής κάθε μορφής βίας» που έχουν θεσπίσει. Οπως επισήμανε ωστόσο ο απεσταλμένος της «Monde», «αφού θέλει να παρουσιάζεται ως χώρος οραματισμού ενός τεχνολογικού μέλλοντος που θα σέβεται περισσότερο τον άνθρωπο, το CCC καλά θα κάνει να ξεκινήσει σκουπίζοντας έξω από την πόρτα του».