Οταν το 2016 ο Γιώργος Βέλτσος κυκλοφόρησε την ποιητική συλλογή «Γυναίκες», κάποιες πρωταγωνίστριές του μπορεί και να αναγνώρισαν τον εαυτό τους στους στίχους. Κάποιες άλλες ίσως όχι· όπως η Ρούλα Πατεράκη, που αν και γνωρίζει τον Βέλτσο από παιδί, ευκολότερα εντόπισε υπαινιγμούς για άλλα πρόσωπα, παρά για την ίδια. Ούτε θα αποκάλυπτε βέβαια ποτέ τέτοιες αντιστοιχίες, ούτε ήταν αυτό το ζητούμενό της όταν αποφάσιζε να καταπιαστεί με τα 24 –όσα και τα γράμματα του αλφαβήτου –ποιήματα.

Σημασία για εκείνη έχει ότι οι ηρωίδες του στέκονται σαν μια σειρά πορτρέτων που τον γοήτεψαν, τον πίκραναν ή τον εντυπωσίασαν. Εξίσου ενδιαφέρον, κατά τη γνώμη της, είναι ότι «ένα μέρος της προσωπικότητας του Βέλτσου ίσως θα ήθελε να είναι γυναίκα, αφού μια κάποια διαβολιά που διαθέτει εκπηγάζει από το δέος και τον σεβασμό που τρέφει για εκείνες, οι οποίες ωστόσο είναι και πολύ μεγάλη δύναμη ηδονής». Ισως γι’ αυτό η Πατεράκη αποφάσισε να μεταφέρει τα ποιήματά του επί σκηνής, σε μια παράσταση που ακουμπάει, όπως λέει, στον χώρο της performance. «Πρώτα από όλα, η performance δεν είναι θέατρο» εξηγεί. «Είναι ένας πολυτόπος όπου μπορεί κανείς να βάλει στο ανατομείο κάποια πράγματα ώστε να τα χειρουργήσει και τα οποία ίσως δεν γνωρίζει ούτε ο ίδιος ο ποιητής. Είναι, νομίζω, ένας επιστημονικός τρόπος βομβαρδισμού μιας περιοχής, που τη σπας σε κομμάτια, την αποδομείς, για να προχωρήσεις μετά σε καινούργιες συνθέσεις». Ακόμα κι ο τίτλος της παράστασης μπορεί να διαθέτει τέτοια χαρακτηριστικά: η Πατεράκη διάλεξε τον στίχο «Κακά θηλυκά, κι ανάποδα, οι γυναίκες», που την ίδια στιγμή ακούγεται σαν κατηγορία, αλλά και σαν περήφανη ομολογία. «Ετσι ακριβώς τον αισθάνθηκα», λέει, «και τον διάλεξα από ένστικτο. Εχει μέσα του μια απόγνωση κι έναν θαυμασμό απεριόριστο, ένα δέος και την ίδια στιγμή μια βαθιά αποστροφή, έναν φόβο».

ΣΙΡΙΑΛ ΚΙΛΕΡ. Το σκηνοθετικό της σημείωμα δεν είναι λιγότερο πυκνό: λειτουργώντας σχεδόν σαν ποίημα και το ίδιο, αντιπαραβάλλει συχνά το κόκκινο κραγιόν με το αίμα. «Είναι το αίμα που αφήνουν στους καθρέφτες οι κατά συρροή δολοφόνοι, και το κραγιόν που μένει από τα χείλη των γυναικών» λέει. «Νομίζω ότι είναι το ίδιο “σφάξιμο”. Μου θυμίζουν σφαχτάρια οι γυναίκες και τα σώματά τους που τις περισσότερες φορές γίνονται αντικείμενο πόθου, βιασμού, στα χέρια ενός σίριαλ κίλερ, που κατεξοχήν είναι άντρας». Η σύγκριση μπορεί να ακουγόταν ελαφρώς τραβηγμένη αν δεν προερχόταν από μια καλλιτέχνιδα που, από μέλος του Ελεύθερου Θεάτρου, θα έφτανε να ιδρύσει τη σημαντική για το πειραματικό θέατρο Επιθεώρηση Δραματικής Τέχνης στη Θεσσαλονίκη ή να ανεβάσει στο δικό της πια θέατρο έργα μεγάλων κλασικών και σύγχρονων συγγραφέων. Η Ρούλα Πατεράκη βέβαια, «ένας από τους λίγους ανθρώπους που “γίνονται” διαρκώς», σύμφωνα με το σημείωμα του Γιώργου Βέλτσου, αρέσκεται «όχι στην πρωτοτυπία ακριβώς, όσο στο να μην κάθομαι στα ήδη φτιαγμένα και κατακτημένα».

Αν λοιπόν με αφορμή το «Κακά θηλυκά…» ερωτηθεί για τις δυνατότητες του ενός φύλου να μιλήσει για το άλλο, πράγμα που δεν δέχεται εύκολα μια μερίδα του φεμινισμού, θα κάνει λόγο για περιοριστικούς δογματισμούς: «Οι δογματικές φεμινίστριες περιορίζουν οι ίδιες την ανάλυση του φύλου τους και δεν μπορούν να το κατανοήσουν. Νομίζω ότι κάποιοι άντρες μπορούν να καταλάβουν καλύτερα την ιδιαιτερότητα του γυναικείου φύλου, όπως και κάποιες γυναίκες υιοθετούν αρσενικά χαρακτηριστικά με μεγάλη επιτυχία και κατανοούν τους άντρες περισσότερο από τους ίδιους».

Αν η συζήτηση φτάσει στις πρόσφατες αποκαλύψεις για την κακοποίηση ηθοποιών του Χόλιγουντ από μεγαλοπαραγωγούς, εκφράζει τη φοβία και την αηδία που νιώθει για πράγματα που τώρα έρχονται στο φως –μιλάει όμως για μια πραγματικότητα που φέρνει διαρκώς μπροστά της «γεγονότα απολύτως παραβατικά, ακραία». Προτιμάει, ωστόσο, να εμπιστευτεί τις σκέψεις της («αναθρεμμένες στον δυτικό πολιτισμό και, θα έλεγα, πολιτισμένες») και να φυλάξει τα συναισθήματά της για τη μεγαλύτερη, μελλοντική εικόνα.

Το θέατρο επηρεάζεται από κάτι τέτοια; «Επηρεάζεται ενίοτε ως άμεσος καθρέφτης, έτσι όμως κάνει λάθη, γιατί πιάνει ευκαιριακά αυτό που βλέπει μπροστά του, παράγοντας και έργα ρηχά. Από την άλλη, το θέατρο έχει τη δύναμη, αν πέσει στα χέρια ενός καλού συγγραφέα και σκηνοθέτη, μιας καλής ομάδας, να πραγματώσει κάτι που ρέει αυτήν τη στιγμή, με τρόπο που καμία τέχνη δεν μπορεί. Η Αριάν Μνουσκίν είχε κάνει τέτοιες απόπειρες δημιουργώντας καλλιτεχνικό γεγονός».

Από τι άλλο επηρεάζεται το σύγχρονο ελληνικό θέατρο; «Οι έλληνες ηθοποιοί έχουν μεγάλες δυνατότητες. Πιστεύω ότι είναι οι πιο χαρισματικοί στον πλανήτη –το λέω απερίφραστα. Είναι όμως πολύ κακώς εκπαιδευμένοι. Παρασύρονται, αποπλανώνται, χάνονται πολλά πηγαία ταλέντα. Από την άλλη, βγάζει τελευταία πολύ καλούς συγγραφείς. Πάσχει ωστόσο και από μία αρρώστια, τη σκηνοθετίτιδα. Πολλοί φέρονται σαν μαθητευόμενοι μάγοι, πιστεύοντας ότι όσο περισσότερο εφέ και εικόνα προσφέρουν τόσο περισσότερο θέατρο κάνουν».

INFO

«Κακά θηλυκά, κι ανάποδα, οι γυναίκες», μια χειρονομία πάνω στην ποίηση του Γιώργου Βέλτσου, Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, Λεωφ. Ηρ. Πολυτεχνείου 32, τηλ. 210-4143.310, από σήμερα και κάθε Δευτέρα και Τρίτη, έως τέλος Ιανουαρίου, στις 20.30. Τιμές εισιτηρίων: 15, 10 ευρώ και 5 ευρώ για ανέργους και ΑμεΑ, dithepi.gr