Προσκλητήριο νεκρών. Κατάθεση στεφάνων. Ενός λεπτού σιγή. Ανάκρουση του εθνικού ύμνου, της «Μασσαλιώτιδας». Με αυτόν τον λιτό τρόπο, χωρίς ομιλίες και διακηρύξεις, τίμησε χθες ο Εμανουέλ Μακρόν, συνοδεία υπουργών καθώς και της δημάρχου του Παρισιού, την τρίτη επέτειο των τζιχαντιστικών επιθέσεων στο σατιρικό περιοδικό «Charlie Hebdo» και το εβραϊκό παντοπωλείο Hyper Cacher. Συνολικά 17 άνθρωποι είχαν χάσει τότε τη ζωή τους, ανάμεσά τους κάποιοι από τους πιο ταλαντούχους γάλλους σκιτσογράφους: ο Καμπί, ο Σαρμπ, ο Βολινσκί, ο Τινιού… Με το σοκ εκείνου του ζοφερού τριημέρου (7-9 Ιανουαρίου) ακόμα νωπό, και τους τρεις τζιχαντιστές που ευθύνονταν νεκρούς, εκατομμύρια Γάλλοι είχαν βγει στους δρόμους στις 11 Ιανουαρίου του 2015 για να φωνάξουν «Je suis Charlie». Σύνθημα ενωτικό που έμελλε να γίνει στη συνέχεια διχαστικό, πυροδοτώντας μία από τις μεγαλύτερες πνευματικές αντιπαραθέσεις της σύγχρονης γαλλικής ιστορίας. Και στη μέση, το «Charlie Hebdo»: η ομάδα των επιζώντων είπε όλα όσα ήθελε να πει με το ειδικό τεύχος που κυκλοφόρησε την περασμένη Τετάρτη. «Τρία χρόνια μέσα σε ένα κονσερβοκούτι», ήταν ο τίτλος του. Στο πρωτοσέλιδο, ένα σκίτσο του Ρις, η πόρτα ενός μπούνκερ, με ένα μικροσκοπικό άνοιγμα, από το οποίο ξεπροβάλλει ένα αγριεμένο, από τον φόβο κυρίως πρόσωπο: «Το ημερολόγιο του ISIS; Δώσαμε».
Εκείνη η ημέρα, η 7η Ιανουαρίου του 2015, έχει περάσει στο γαλλικό συλλογικό υποσυνείδητο ως αφετηρία μίας σειράς τζιχαντιστικών επιθέσεων που έχουν κοστίσει, μέχρι στιγμής, 241 ζωές στη Γαλλία. Εντεκα ανθρώπους εκτέλεσαν οι αδελφοί Κουασί στα γραφεία του «Charlie Hebdo» στο 11ο διαμέρισμα του Παρισιού, ενός προκλητικού, αιρετικού, βέβηλου περιοδικού που σατίριζε αλύπητα το Ισλάμ αλλά όχι μόνο το Ισλάμ, και τους χριστιανούς, τους στρατιωτικούς, τους αστυνομικούς, τους πολιτικούς, βασικά τους πάντες και τα πάντα. Η ομάδα του περιοδικού αποδεκατίστηκε. Και από τους επιζώντες, πολλοί δεν άντεξαν, αποχώρησαν. Εχει πια βέβαια σταθεροποιηθεί γύρω από έναν σκληρό πυρήνα σκιτσογράφων και δημοσιογράφων με διευθυντή και βασικό μέτοχο (με το 67% του κεφαλαίου) τον Ρις. Αλλά το τεράστιο κύμα αλληλεγγύης που εισέπραξε αμέσως μετά την επίθεση, όταν οι συνδρομές και οι δωρεές εκτοξεύτηκαν στα ύψη, έχει από καιρό υποχωρήσει.
Από 60 εκατ. ευρώ το 2015, ο κύκλος εργασιών του έπεσε στα 19,4 εκατ. το 2016. Τέλη του 2016, βέβαια, διέθετε ακόμα 15 εκατ. στα ταμεία του. Αλλά χρειάζεται, όπως κατήγγειλαν ο Ρις και η ομάδα του, 1-1,5 εκατομμύριο ευρώ τον χρόνο προκειμένου να χρηματοδοτεί τα δρακόντεια μέτρα ασφαλείας υπό τα οποία εξακολουθούν να ζουν και να εργάζονται, κρυμμένοι, αναγκαστικά, αφού η απειλή είναι πάντα ορατή. Η ελευθερία της έκφρασης κινδυνεύει να γίνει “πολυτέλεια”, προειδοποίησαν. Πρέπει να πωλούν 15.000 αντίτυπα την εβδομάδα, 800.000 τον χρόνο, μόνο για να καλύπτεται το κόστος της ασφάλειας. «Η 7η Ιανουαρίου του 2015», έγραψε ο δημοσιογράφος Φαμπρίς Νικολινί, «μας πέταξε σε έναν νέο κόσμο φτιαγμένο από πάνοπλους αστυνομικούς, θωρακισμένες πόρτες, τρόμο και θάνατο. Και αυτό στην καρδιά του Παρισιού σε συνθήκες που δεν τιμούν τη γαλλική Δημοκρατία. Αν παρ’ όλα αυτά κάνουμε και πλάκα; Ναι».
«Je suis Charlie» μία κραυγή ανθρωπισμού, μια μαγική ετικέτα
«Είμαι “Charlie” γιατί γράφω σε αυτό κάθε εβδομάδα και γιατί είμαι ένα θύμα της επίθεσης της 7ης Ιανουαρίου∙ αλλά αυτό το σύνθημα, που ανακάλυψα πάνω σε μία κονκάρδα στο στήθος των γιατρών μου, έπαψε σύντομα να με πείθει», γράφει στη «Libération» ο δημοσιογράφος Φιλίπ Λανσόν. «Αρχικά, ήταν μια θλιβερή και όμορφη ιστορία. Το «Je suis Charlie» ήταν μία κραυγή ανθρωπισμού, φρίκης και μελαγχολίας. Μου έλεγε πως ζούσα σε μία χώρα όπου εκατομμύρια άνθρωποι, όποιοι κι αν είναι και ό,τι και αν πιστεύουν, σηκώνονται αυθόρμητα όρθιοι για να πουν πως δεν θέλουν να ζουν σε έναν κόσμο όπου σφαγιάζονται σκιτσογράφοι που επαγγέλλονται το γέλιο, ούτε και οποιοσδήποτε άλλος βέβαια. Το «Je suis Charlie» σήμαινε τότε: «Δεν διαβάζω αναγκαστικά το «Charlie», δεν αγαπώ αναγκαστικά το «Charlie» αλλά αρνούμαι να σκοτώνουν εκείνους που το κάνουν». Συνάσπιζε τους λίγους που διάβαζαν το «Charlie», τους πολλούς που δεν το διάβαζαν, εκείνους που είχαν μεγαλώσει με τα σκίτσα του Καμπί και του Βολινσκί, εκείνους που είχαν εγκαταλείψει το «Charlie» σε κάποιο σημείο της ιστορίας του, αλλά και πολλούς που δεν το αγαπούσαν. Ορθωναν το ανάστημά τους υπέρ μίας αρχής, υπέρ της ζωής, υπέρ της αρχής της ζωής».
Πολύ σύντομα, όμως, αυτό το σύνθημα, «ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής μίας κοινωνίας σοκαρισμένης», «έγινε η μαγική ετικέτα που προτάσσαμε ανάλογα με τα συμφέροντα, την ιδεολογία και τις προκαταλήψεις μας», κάτι που ο καθένας ερμήνευε, ενστερνιζόταν ή απέρριπτε κατά βούληση, με τους μεν να κατηγορούν τους δε ως ισλαμόφοβους και τους δε να κατηγορούν τους μεν ως ισλαμοαριστεριστές, με την πλειοψηφία των πολιτών να συμφωνεί, από τη μία πλευρά, πως η ιερή κοσμικότητα της Γαλλίας κινδυνεύει, και από την άλλη, το «Charlie Hebdo» να κατηγορείται ότι «πάντα το παράκανε» – και τον Καμπί «να μπαίνει στο ίδιο καλάθι με τον Ζαν-Μαρί Λεπέν», όπως σχολίασε το Σάββατο, στη διάρκεια ημερίδας με τίτλο «Πάντα Charlie», ο φιλόσοφος Ραφαέλ Εντοβάν. Ενα 61% των Γάλλων νιώθει σήμερα ακόμα «Charlie». Αρχές του 2016 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 71%.