Οταν ένας πρωθυπουργός αντιμετωπίζει πρόβλημα με τη δημοτικότητά του, έχει διάφορους τρόπους να προσπαθήσει να το λύσει. Ο ένας είναι να κάνει την αυτοκριτική του και να αλλάξει ρότα. Ο άλλος είναι να κάνει ανασχηματισμό. Ο τρίτος, και πιο ριζοσπαστικός, είναι να διαλύσει το υπουργικό συμβούλιο (αφού δεν μπορεί να διαλύσει τον λαό) και να κάνει εκλογές.
Ο Αλέξης Τσίπρας αποφάσισε να ακολουθήσει μια άλλη συνταγή. Και να αξιοποιήσει ένα όπλο που έχουν χρησιμοποιήσει με επιτυχία και άλλοι ηγέτες: την υψηλή δημοτικότητα που εξακολουθεί να απολαμβάνει ένα πρόσωπο το οποίο και τον αγαπά, άρα αποκλείεται μια μέρα να τον απειλήσει, και έχει ισχυρές πολιτικές απόψεις, άρα δεν μπορεί να κατηγορηθεί ότι συμπεριφέρεται απλώς ως σύζυγος. Τρία σε ένα, ο ιδανικός συνδυασμός.
Το κατά πόσον η Μπέττυ Μπαζιάνα πέτυχε τον στόχο της είναι συζητήσιμο. Η παρουσίαση του έλληνα Πρωθυπουργού ως ενός ανθρώπου που αγωνίστηκε, συμβιβάστηκε, αλλά «είναι πάντα με την πλευρά των ανθρώπων του μόχθου», είναι κάπως αφελής, αλλά μπορεί να έχει απήχηση σε κάποιους εναπομείναντες ρομαντικούς ψηφοφόρους. Οι κορόνες για την «τρομοκρατία των ΜΜΕ», την «πίεση του συστήματος για να υποκύψεις» και, πάνω απ’ όλα, την «τιμωρητική, φασιστική μπότα» των δανειστών, ακούγονται παράταιρες από τη σύντροφο ενός ανθρώπου που συνεργάζεται με αυτούς τους δανειστές, αλλά ίσως να συγκινούν όσους ασκούν κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ από τα αριστερά. Οσο για τις ψυχαναλυτικές συσχετίσεις της μητρότητας με την πολιτική και της εξουσίας με τη λίμπιντο, μάλλον είναι το αλατοπίπερο που νοστιμαίνει μια πολιτική συνέντευξη.
Υπάρχει όμως ένα σημείο αυτής της συνέντευξης στην «Εφημερίδα των Συντακτών» που ξεφεύγει από τις προσωπικές απόψεις ή τις τακτικές στοχεύσεις και έρχεται να αποκαλύψει, ή να επιβεβαιώσει, μια βαθύτερη, και άκρως ανησυχητική, αντίληψη. Είναι το σημείο όπου η κυρία Μπαζιάνα εκφράζει τη λύπη της γιατί το κόμμα της πήρε την κυβέρνηση, αλλά όχι την εξουσία. Και το λέει αυτό λίγο μετά την αναφορά της στο πόθεν έσχες των δικαστικών. Ο υπαινιγμός είναι εμφανής. Για να αλλάξεις τη χώρα δεν αρκεί να κερδίσεις μια εκλογική αναμέτρηση. Πρέπει να νικήσεις και το «σύστημα». Πρέπει να αλώσεις και τους μηχανισμούς. Πρέπει να κάνεις κάθαρση. Λογικό: το όνειρό σου ήταν πάντα να συναντήσεις τον Φιντέλ Κάστρο, όχι τον Νέλσον Μαντέλα.
Η σύντροφος του Πρωθυπουργού δεν είναι η μόνη που βλέπει τέτοια όνειρα. Με ανάλογο τρόπο έχουν εκφραστεί σε δημόσιες ή ιδιωτικές τους συζητήσεις και άλλα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, προκαλώντας ανησυχίες για το πόσο ομαλή και σύμφωνη με τις δημοκρατικές διαδικασίες θα είναι η αποχώρησή τους από την εξουσία (έστω, την κυβέρνηση) όταν (εκείνοι θα έλεγαν «αν») έρθει εκείνη η ώρα. Ο Διονύσης τα έχει πει όλα, δεκαετίες τώρα: «Ημασταν πάντοτε της ήττας που νικάει την εξουσία/ και ξαφνικά μας παρεδόθη αληθινά, τι τραγωδία».