Επιστήμονες στη Βρετανία βρήκαν τρόπο να προβλέπουν ποιες γυναίκες με καρκίνο του μαστού και στους λεμφαδένες, έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να αναπτύξουν μεταστατικούς δευτερογενείς όγκους.
Μέχρι σήμερα, όταν μία ασθενής διαγιγνώσκεται με καρκίνο του μαστού, οι γιατροί ερευνούν κατά πόσο τα καρκινικά κύτταρα έχουν εξαπλωθεί στους λεμφαδένες, καθώς σε αυτές τις περιπτώσεις είναι μεγαλύτερος ο κίνδυνος περαιτέρω μετάστασης σε μακρινά όργανα. Σε όσες γυναίκες έχει όντως υπάρξει εξάπλωση του καρκίνου στους λεμφαδένες, η πρόγνωση της νόσου είναι χειρότερη, γι’ αυτό ακολουθείται πιο επιθετική χημειοθεραπεία ή αφαίρεση λεμφαδένων.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη λέκτορα βιοπληροφορικής του καρκίνου δρα Ανίτα Γρηγοριάδη του Βασιλικού Κολλεγίου (King’s) του Λονδίνου, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό παθολογίας “The Journal of Pathology: Clinical Research”, μελέτησαν ιστούς λεμφαδένων και δείγματα πρωτογενών όγκων από 309 γυναίκες, που είτε είχαν είτε όχι καρκίνο σε μερικούς λεμφαδένες.
Εφαρμόζοντας εξελιγμένα μαθηματικά μοντέλα, οι επιστήμονες (παθολόγοι, μαθηματικοί και ειδικοί της βιοπληροφορικής) μπόρεσαν να αναλύσουν τις μορφολογικές αλλαγές των λεμφαδένων των ασθενών και τις διαφορές που εμφανίζουν σε σχέση με τους υγιείς λεμφαδένες. Με τον τρόπο αυτό, ανέπτυξαν μια μέθοδο που βαθμολογεί τον κίνδυνο μακρινής μετάστασης για κάθε ασθενή.
Εντοπίζεται έτσι η ομάδα των ασθενών υψηλού κινδύνου για να κάνουν γρήγορες μεταστάσεις από τους λεμφαδένες σε άλλα σημεία του σώματος. Η μελέτη έδειξε επίσης ότι από τις γυναίκες με διαγνωσμένο καρκίνο στους λεμφαδένες, περίπου μία στις τέσσερις (25%) είναι στην πραγματικότητα απίθανο να εμφανίσει μεταστάσεις μέσα στην επόμενη δεκαετία.
Αν η νέα μέθοδος επιβεβαιωθεί με μελλοντικές μελέτες, οι γιατροί αισιοδοξούν ότι στο μέλλον θα μπορούν με μεγαλύτερη αξιοπιστία να προβλέψουν σε ποιές περιπτώσεις ο καρκίνος του μαστού θα κάνει μακρινές μεταστάσεις, οπότε θα επιδιωχθεί έγκαιρα μια πιο επιθετική θεραπεία. Από την άλλη, γυναίκες που, παρά την επέκταση του καρκίνου στους λεμφαδένες, δεν προβλέπεται ότι κινδυνεύουν για περαιτέρω εξάπλωση, θα γλιτώσουν τις περιττές επιθετικές θεραπείες και τις αντίστοιχες παρενέργειες.