Μπορεί να μην τον ρώτησαν καν. Να ανήκει δηλαδή στις συμβατικές του υποχρεώσεις η υπογραφή μιας αίτησης με την οποία μπορεί προσωπικά να διαφωνεί. Ή, πάλι, μπορεί και να ήταν σύμφωνος με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε, όχι μόνο επειδή ήταν νομότυπη, αλλά επειδή ήταν και «χρήσιμη». Το ερώτημα είναι το ίδιο: πώς αντέδρασε, τι ένιωσε, τι σκέφτηκε ο Γιάννης Μουζάλας όταν έμαθε ότι έγινε δεκτή η αίτησή του να ανασταλεί η χορήγηση ασύλου στον τούρκο αξιωματικό; Κι όταν πληροφορήθηκε στη συνέχεια τη σύλληψή του;
Ο υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής δεν είναι ένας από εκείνους τους επαγγελματίες πολιτικούς που δεν έχουν δουλέψει ποτέ στη ζωή τους. Ιδρυτικό μέλος των Γιατρών του Κόσμου, χειρουργός – γυναικολόγος στο επάγγελμα, είχε λάβει μέρος σε πάνω από 25 αποστολές στην Ασία και την Αφρική προτού δεχθεί τον Αύγουστο του 2015 να λάβει μέρος στην υπηρεσιακή κυβέρνηση της Βασιλικής Θάνου. Προφανώς πίστευε ότι μπορούσε να βοηθήσει σε έναν τομέα που τον πάθιαζε. Το πιστεύει στ’ αλήθεια ακόμη;
Ελαφρυντικά υπάρχουν πολλά. Το προσφυγικό είναι σύνθετο ζήτημα, η πίεση που δέχεται η Ελλάδα μεγάλη, η υποκρισία της Δύσης ακόμη μεγαλύτερη. Αλλά εδώ μιλάμε για κάτι διαφορετικό. Κατά την εκδίκαση της αίτησης που υπέγραψε ο Μουζάλας, οι δικηγόροι του ελληνικού Δημοσίου υποστήριξαν ότι η χορήγηση ασύλου στον συγκεκριμένο αξιωματικό πρέπει να ανασταλεί για λόγους δημοσίου συμφέροντος, και συγκεκριμένα για να μη διαταραχθούν οι σχέσεις με την Τουρκία. Συμφωνεί ο υπουργός με αυτό το επιχείρημα;
Το Διοικητικό Εφετείο έκανε προσωρινά δεκτή την προσφυγή. Με άλλα λόγια, ένας άνθρωπος για τον οποίο δύο δικαστικά όργανα έκριναν ότι δεν έλαβε μέρος στην απόπειρα πραξικοπήματος και δεν πρέπει να εκδοθεί, συνελήφθη και κρατείται εκ νέου για λόγους τόσο δημοσίου όσο και δικού του (!) συμφέροντος, όπως αναφέρεται στην απόφαση. Ή για τη «ζοχάδα του Ερντογάν», όπως είπε πολύ πιο πειστικά ο Νίκος Αλιβιζάτος. Για τη νέα εξωφρενική χθεσινή ανακοίνωση του αντιπροέδρου της τουρκικής κυβέρνησης. Ο υπουργός δεν έχει κανένα πρόβλημα με αυτό; Ή θα κλάψει για άλλη μια φορά μόνος του, όπως έκανε τα παλιά χρόνια στη σκηνή του, και γρήγορα θα το ξεπεράσει;
Ο δημοσιογράφος που θέτει τέτοια ερωτήματα θα μπορούσε να επικριθεί για στείρα αντιπολιτευτική τακτική, για υποτίμηση της σημασίας της ρεαλπολιτίκ, για άγνοια αυτού του περιώνυμου «δημοσίου συμφέροντος». Αλλά εδώ μιλάμε για κάτι διαφορετικό. Για τη σύγκρουση ανάμεσα στις αρχές ενός ανθρώπου και τις πράξεις του. Για τις κόκκινες γραμμές που θέτει ο καθένας από εμάς, είτε είναι επώνυμος είτε ανώνυμος, είτε κατέχει δημόσια θέση είτε δουλεύει για την πάρτη του, ώστε όταν έρθει η ώρα του απολογισμού να μπορεί να πει πως έδειξε μια συνέπεια, κράτησε μια αξιοπρέπεια, υπερασπίστηκε κάποιες ιδέες, έκανε τέλος πάντων ό,τι μπορούσε.
Ή ούτε αυτό έχει πια σημασία;