Ισχυρό χτύπημα στο απεργιακό δικαίωμα αποτελεί η διάταξη του πολυνομοσχεδίου για τις απεργίες που επιβάλλει -εν μέσω θύελλας αντιδράσεων – η κυβέρνηση. Έτσι αλλάζει ο εμβληματικός νόμος 1264/82 για τις απεργίες, μετά από 36 χρόνια.
Η διάταξη προβλέπει πως για την κήρυξη απεργίας απαιτείται να είναι σύμφωνο το 50% των οικονομικά ενεργών μελών πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης. Υπενθυμίζεται πως με τον ισχύοντα νόμο απαιτούνταν το 20%. Ειδικότερα, απαιτείται η παρουσία τουλάχιστον του ενός δευτέρου (1/2) των οικονομικά τακτοποιημένων μελών της συνδικαλιστικής οργάνωσης».Έτσι, ενώ με το ισχύον καθεστώς απαιτούνταν η πλειοψηφία από το 1/3 (στην πρώτη Γενική Συνέλευση) μέχρι το 1/5 (στην τρίτη Γενική Συνέλευση) των τακτοποιημένων οικονομικά μελών, τώρα θα απαιτείται η πλειοψηφία από το 1/2 (50%).
Επισημαίνεται ότι η ρύθμιση αυτή αφορά μόνο τις πρωτοβάθμιες επιχειρησιακές συνδικαλιστικές οργανώσεις και δεν αφορά τις δευτεροβάθμιες οργανώσεις των εργαζομένων, δηλαδή τα κλαδικά συνδικάτα, τις ομοσπονδίες και τα εργατικά κέντρα, την ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ. Η αλλαγή του συγκεκριμένου νόμου αποτελούσε «διακαή» πόθο του ΔΝΤ από την εποχή του πρώτου μνημονίου το 2010, ενώ η τροποποίηση του τρόπου λήψης των αποφάσεων για απεργίες από τα πρωτοβάθμια συνδικαλιστικά όργανα των επιχειρήσεων ήταν προαπαιτούμενο της δεύτερης αξιολόγησης. Κατά το υπουργείο Εργασίας η ρύθμιση αυτή «σε καμία περίπτωση ούτε καταργεί, ούτε περιορίζει το δικαίωμα της απεργίας. Η μόνη αλλαγή αφορά τον κανόνα της απαρτίας στις γενικές συνελεύσεις των πρωτοβάθμιων σωματείων που δεν είναι ευρύτερης περιφέρειας ή πανελλαδικής έκτασης όταν συγκαλούνται προκειμένου να ληφθεί απόφαση για απεργία».
Το «μπλόκο» που επιβάλλεται στις απεργίες προκαλεί κινητοποιήσεις. Το ο ΠΑΜΕ(ΚΚΕ) οργανώνει κινητοποιήσεις στις 12 Ιανουαρίου. Χτες το βράδυ τα μέλη του ΠΑΜΕ έκαναν εισέβαλαν στο γραφείο της Υπουργού Εργασίας Ε. Αχτσιόγλου προκειμένου να τους δεχτεί. Γι αυτό το λόγο έσπασαν την πόρτα ενώ αναποδογύρισαν και ένα τραπέζι. Η Έφη Αχτσιόγλου δέχτηκε τελικά τους εκπροσώπους των σωματείων, οι οποίοι τα «έψαλλαν» στην υπουργό για τον νέο συνδικαλιστικό νόμο και τις αλλαγές κήρυξης της απεργίας. Σε έντονο ύφος της έλεγαν πως για το δικαίωμα στην απεργία έχει χυθεί αίμα, και την καλούσαν να πάρει πίσω τον νόμο. Από τα «πυρά» δεν ξέφυγε ούτε η ΘΕανώ Φωτίου που ήταν στην συνάντηση. Τελικά ούτε η κ. Αχτσιόγλου ούτε η κ. Φωτίου απάντησαν στα αιτήματα για να απόσυρση του νόμου και αποχώρησαν από το γραφείο. Μάλιστα έκαναν και… αφισοκόλληση στο γραφείο για την απεργία στις 12 Ιανουαρίου.
Παράλληλα ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ βρίσκονται σε θέση μάχης, προγραμματίζουν κινητοποιήσεις για την ημέρα ψήφισης των επίμαχων διατάξεων. Η ΓΣΕΕ υποστηρίζει ότι « με τη μεθόδευση της υπερβολικά αυξημένης συμμετοχής των εργαζομένων που βιώνουν καθεστώς πρωτοφανούς εργασιακής ανασφάλειας, για τον τρόπο λήψης απεργιακής απόφασης, επιδιώκεται να κρίνονται παράνομες το 99% των απεργιών που θα κηρύσσουν τα σωματεία στο μέλλον». Κατά τη ΓΣΕΕ «την ώρα που ο Πρωθυπουργός δηλώνει ότι η τρίτη αξιολόγηση κλείνει χωρίς ούτε ένα ευρώ νέα δημοσιονομικά μέτρα – πιστοποιώντας την πλήρη άρνηση πραγματικότητας που έχει η Κυβέρνηση – συνεχίζεται η πλήρης υπακοή της στον “φετφα’” της Τρόικας, φέρνοντας προς ψήφιση νέα σκληρά μέτρα, μεταξύ των οποίων και η απαράδεκτη τροπολογία για τον περιορισμό του δικαιώματος στην απεργία».
Οι εκπρόσωποι των συνδικαλιστικών οργανώσεων εκφράζουν φόβους πως η αλλαγή θα φέρει τροποποιήσεις και στις υπόλοιπες οργανώσεις, δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες, με αποτέλεσμα η κήρυξη απεργιών να γίνει δυσκολότερη. Μάλιστα, σημειώνουν ότι σε επιχειρήσεις με μεγάλη διασπορά ανά την επικράτεια είναι πιθανό να γίνει ανέφικτη στην πράξη η λήψη απόφασης για απεργιακή κινητοποίηση. Για τη διεξαγωγή πανελλαδικής ψηφοφορίας θα απαιτείται να στηθούν κάλπες σε όλες τις τοπικές μονάδες μιας επιχείρησης που δραστηριοποιείται σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές, κάτι εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο. Σε αυτό το στάδιο, ενδέχεται, για να ληφθεί μια απόφαση για απεργία, να πρέπει να παρέμβει τελικά το δευτεροβάθμιο ή ακόμη και το τριτοβάθμιο σωματείο.
Ανατροπές στο πολυνομοσχέδιο προβλέπονται και στα οικογενειακά επιδόματα. Περίπου 15.000 οικογένειες, κυρίως τρίτεκνες με εισόδημα άνω των 33.000 ευρώ, χάνουν τελείως την παροχή. Στους «χαμένους» συγκαταλέγονται επίσης 54.550 οικογένειες με τρία ή περισσότερα παιδιά και εισοδήματα από 13.500 ευρώ και άνω, που θα δουν μειώσεις από 1,66% έως και 32,12%.Κατά το υπουργείο Εργασίας, η εσωτερική αναδιανομή στην καταβολή των οικογενειακών επιδομάτων που επιτυγχάνεται, παράλληλα με την αύξηση του προϋπολογισμού κατά 40% (στα 910 εκατ. ευρώ το 2018 από 650 εκατ. ευρώ το 2017) έχει ως αποτέλεσμα περίπου 698.800 οικογένειες να δουν τα επιδόματα που ήδη λαμβάνουν, να αυξάνονται.
Όσοι αναμένεται να γνωρίσουν απώλειες, ανήκουν στις 2 υψηλότερες εισοδηματικές κατηγορίες και πιο συγκεκριμένα 27.000 οικογένειες, με εισοδήματα από 13.500 έως 22.500 και 3 παιδιά, θα έχουν μειώσεις της τάξης των 18,05% και θα λάβουν επίδομα 168 ευρώ τον μήνα, από 205 ευρώ σήμερα.
Επίσης, 22.450 οικογένειες με τρία ή περισσότερα τέκνα και ετήσιο οικογενειακό εισοδήματα από 22.500 έως και 45.000 ευρώ θα έχουν μειώσεις έως και 32,12%. Για παράδειγμα, οικογένεια με 3 παιδιά και εισόδημα 23.000 ευρώ, εντός του 2017 έλαβε επιδόματα (τέκνων και τριτέκνων) συνολικού ύψους 1.980 ευρώ. Με τα νέα κριτήρια, εντός του 2018 θα λάβει συνολικά, επίδομα παιδιού της τάξης των 1.344 ευρώ. Και βέβαια, υπάρχουν 14.529 τρίτεκνοι και πολύτεκνοι που ενώ το 2017, με εισοδήματα από 33.000 έως 56.000 ευρώ έλαβαν επίδομα, βάσει των νέων κριτηρίων, το 2018 δεν θα λάβουν τίποτα.