Η ερωτηματική φράση «Πού μας πάει αυτό το αίμα;», την οποία δανείστηκε ο τίτλος του φρεσκοτυπωμένου βιβλίου του Γιάννη Παπακώστα, ανήκει στον Γιώργο Θεοτοκά, τον αρκετά ψύχραιμο παρατηρητή της Κατοχής και του Εμφυλίου, σε μια ημερολογιακή καταγραφή του την 1η Φεβρουαρίου 1944, μετά τον φόνο του Κίτσου Μαλτέζου.
Ωστόσο, δεν παραπέμπει μόνο σε εμφυλιοπολεμικές καταστάσεις, αντίθετα είναι εξαιρετικά δραστική και περιλαμβάνει κάθε είδους συμπεριφορές αυτοδικίας, εκδίκησης, εγκλημάτων τα οποία περιγράφουν μερικές από τις καλύτερες σελίδες της ελληνικής λογοτεχνίας.
Ενα τέτοιο βιβλίο δεν θα μπορούσε παρά να αρχίζει με τη «Φόνισσα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που πίστευε ότι, φονεύοντας κορίτσια, ενεργούσε χάριν μιας άρσης τής εναντίον τους αδικίας. Ακολουθεί ο «Βασίλης ο Αρβανίτης», ο εντυπωσιακός ήρωας του Στράτη Μυριβήλη, υπαρκτό πρόσωπο με περιπετειώδη ζωή (και τέλος). Και μετά ο εμβληματικός Στρατής Δούκας με την «Ιστορία ενός αιχμαλώτου», ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο Δημήτρης Χατζής και ο Θανάσης Βαλτινός στο πλαίσιο της θεματικής της Κατοχής και του Εμφυλίου, κάποιοι παλιότεροι πεζογράφοι γύρω από τη θεματική των εγκλημάτων τιμής (Γεώργιος Δροσίνης, Αργύρης Εφταλιώτης, Κωνσταντίνος Θεοτόκης αλλά και ο Μ. Καραγάτσης με το «Μπουρίνι» του), για να ολοκληρωθεί το βιβλίο με νεότερους και πολύ νεότερους πεζογράφους γύρω από το θέμα της βεντέτας και όχι μόνον: Ιωάννα Καρυστιάνη, Τηλέμαχος Κώτσιας, Δημοσθένης Παπαμάρκος, Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Ρέα Γαλανάκη.
Το βιβλίο, πέρα από ερεθιστικό αφήγημα για κάθε αναγνώστη, είναι χρήσιμο για οποιονδήποτε θελήσει να ερευνήσει περαιτέρω το ζήτημα του εγκλήματος στην Ελλάδα, είτε από εγκληματολογική είτε από κοινωνιολογική ή πολιτική πλευρά. Ωστόσο, ο συγγραφέας του βιβλίου, ομότιμος καθηγητής της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, δεν θα μπορούσε παρά να προσεγγίσει το ζήτημα με φιλολογικό κατά βάση τρόπο. Ετσι συγκρίνει και διαφορετικές εκδόσεις των ίδιων βιβλίων, βγάζοντας πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα για τη ζωντανή σχέση της λογοτεχνίας με τον πολιτικό και κοινωνικό της περίγυρο. Επίσης συγκροτεί και τα κριτήρια των επιλογών του, όπως εξηγεί ο ίδιος στην εισαγωγή του, κριτήρια που δεν έχουν να κάνουν με την πραγματική βαρύτητα ενός ιστορικού γεγονότος αλλά με «τη μυθοπλασία, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο ένα περιστατικό ή μια ιστορία αναπλάθεται και καταλήγει σε αισθητικό αποτέλεσμα».
Από τις πολλές και πολύ ενδιαφέρουσες περιπτώσεις που περιγράφονται στο βιβλίο θα μπορούσαμε να απομονώσουμε το διήγημα «Μαργαρίτα Περδικάρη» από «Το τέλος της μικρής μας πόλης» του Δημήτρη Χατζή, το οποίο, όπως έχει σημειώσει κάποτε η Μάρω Δούκα, οι φοιτητές τη δεκαετία του ’60 το κρατούσαν αναμάσχαλα. Η μνημειώδης φράση της Μαργαρίτας Περδικάρη μπροστά στο απόσπασμα, «Καληνύχτα ντε!» και «Φκιάξτε τον, έναν καλύτερο κόσμο», είχε γίνει έμβλημα στα στόματα των νέων –αν και στην πραγματικότητα, όπως αποκάλυψε ο ίδιος ο Χατζής σε συνέντευξή του, ο θάνατος της Περδικάρη (που ήταν συγγενής του) ήταν ακόμα αγριότερος: οι Γερμανοί «την κρέμασαν ανάποδα, της έβγαλαν νύχια και δόντια» χωρίς αυτή να αποκαλύψει κάτι, όπως άλλωστε τους το είχε ξεκαθαρίσει από την αρχή.
Η περίπτωση του Χατζή έχει, ως γνωστόν, εξαιρετικό ενδιαφέρον και για τη μεταχείριση που του επιφυλάχθηκε από πολλές πλευρές. Το 1948 έχασε τον αδελφό του Αγγελο που εκτελέστηκε μετά τη λεγόμενη δίκη Ευτυχίας Πρίντζου στα Γιάννινα, από έκτακτο στρατοδικείο στο οποίο μέλος ήταν και ο τότε λοχαγός του Μηχανικού Στυλιανός Παττακός. Τότε εκτελέστηκαν για ήσσονος σημασίας αδικήματα (διάδοση προκηρύξεων, διεξαγωγή εράνων) 48 πολίτες. Ο Δημήτρης Χατζής υπέστη πολλά ακόμα βάσανα, καθώς το υπουργείο Δημοσίας Τάξεως του αφαίρεσε την ιθαγένεια ως «βουλγαρόφρονος» το 1950, ενώ το 1952 δέχθηκε διπλό χτύπημα: το διαρκές Στρατοδικείο Ιωαννίνων τού επέβαλε ποινή θανάτου λόγω λιποταξίας και το Κομμουνιστικό Κόμμα τον διέγραψε. Ας σημειωθεί ότι τα πέντε από τα επτά διηγήματα που σήμερα περιλαμβάνονται στη συλλογή «Το τέλος της μικρής μας πόλης» είχαν υποβληθεί από τον συγγραφέα στη Συντακτική Επιτροπή της «Νέας Ελλάδας» (κομματικός εκδοτικός οίκος στο Βουκουρέστι) και η υποδοχή τους ποίκιλλε: η Επιτροπή Διαφώτισης έδωσε τελικά το πράσινο φως της έκδοσης παρά τις μάλλον αντίθετες μεταξύ τους εισηγήσεις των Σπήλιου (κάπως αρνητική) και του Πορφυρογένη (μάλλον θετική), ενώ και οι κριτικοί του χώρου τον αντιμετώπισαν διαφοροποιημένα: θετικά η Φούλα Χατζιδάκη, πιο αυστηρά κομματικά η Ελλη Αλεξίου, με αμφιθυμία η Μέλπω Αξιώτη.
Η μερική ιδεολογική μετατόπιση είχε συντελεστεί και σφραγίστηκε με τη δημοσίευση των «Ανυπεράσπιστων» στην «Επιθεώρηση Τέχνης» το 1964 και με το ομώνυμο βιβλίο που έβγαλε το Θεμέλιο, χωρίς ο διευθυντής των εκδόσεων Μίμης Δεσποτίδης να έχει ενημερώσει το Βουκουρέστι για το περιεχόμενό του, όπως θεωρητικά ήταν συμφωνημένο. Κάτι κατανοητό, βέβαια, αν αναλογιστεί κανείς τις συγκινητικές σκηνές στη χιονισμένη Νιάλα των Αγράφων, όπου αντάρτες και Εθνικός Στρατός, που πρέπει να διεκδικούν μια χιονισμένη βουνοκορφή, χωρίς καμιά σοβαρή αιτία, σκοτώνουν τους επικεφαλής τους και κοιμούνται στις ίδιες σκηνές με κοινή κουβέρτα!
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η παρακολούθηση των διακυμάνσεων του ύφους στα πεζά του Νικηφόρου Βρεττάκου –το 1945 έβγαλε εν θερμώ το σπουδαίο «Αγρίμι» που κοχλάζει από θυμό και αγωνιστικότητα, στοιχεία τα οποία μετριάστηκαν κάπως στην έκδοση του 1962, όταν ο τόνος έναντι των Γερμανών γίνεται μεν πιο οξύς ακόμα, όμως αφαιρούνται ως προς τους δωσίλογους κάποιες εκφράσεις που θεωρεί ο ίδιος ότι διαιωνίζουν ένα μίσος που, είκοσι χρόνια μετά, οφείλει να αρχίσει να καταλαγιάζει. Κάπως έτσι, χωρίς βέβαια να απαλλάσσει σε καμία περίπτωση τους συνεργάτες των Γερμανών, αφαιρεί λ.χ. την έκφραση «μίσθαρνα όργανα» ή τη φράση «Μαρτύρια. Αν είχε το Γ’ Ράιχ Ελληνες μισθοφόρους σ’ όλο τον κόσμο, η τραγωδία του κόσμου θα ‘ταν πρωτοφανής».
Ο μπαμπέσης Θεός
«Να, μωρέ, πες του πώς βαράνε τα παλληκάρια»
Ο Βασίλης ο Αρβανίτης, υπαρκτό πρόσωπο, μυτιληνιός παλικαράς των αρχών του 20ού αι., όταν η Λέσβος ήταν τουρκοκρατούμενη, και που έγινε λαϊκός ήρωας στον Μακεδονικό Αγώνα, προβαίνει σε ύβρι προκαλώντας τον Θεό σε μονομαχία. Ο Στράτης Μυριβήλης περιγράφει ως εξής την αυτοκτονία του, όταν (έχοντας πρώτα διακόψει την περιφορά του Επιταφίου) ακούει τον παπά να του λέει ότι ο Θεός τον τιμώρησε (είχε σπάσει το πόδι του) γιατί έγινε «ένα με τους σταυρωτήδες»:
«“Αν είναι έτσι, μωρέ, του λέει, γιατί δεν κατέβηκε κι αυτός σαν άντρας να με βαρέσει σαν του ‘κοψα το δρόμο; Ε; Ετσι, μωρέ, με γλίστρες και με τρικλοποδιές, βγάζει το άχτι του ο μπαμπέσης; Να, μωρέ, πες του πώς βαράνε τα παλληκάρια”. Αρπάζει ένα ασημένιο μαχαίρι:
“Χτυπά το βυζί του, το καρφώνει μια, το καρφώνει δυο φορές ώς το μανίκι, δυνατά, με πείσμα. Ακούγεται και τις δυο φορές η γροθιά να βροντά πάνω στο στέρνο.
Σφίγγει τα δόντια, αναστενάζει ωχ! και πεθαίνει. Λύνουνται τα ιδρωμένα φρύδια σιγά-σιγά”».
Γιάννης Παπακώστας
Πού μας πάει αυτό το αίμα;
Αναπαραστάσεις αυτοδικίας και βίας στη νέα ελληνική λογοτεχνία
Εκδ. Πατάκη, 2017,
σελ. 424
Τιμή: 19 ευρώ