Ο πρώτος φημίζεται για την ικανότητά του να ξεπερνά με τη βοήθεια ενός μπάσου κλαρινέτου τα σύνορα μεταξύ κλασικής μουσικής, ηλεκτρονικής και free jazz. Η δεύτερη εξωθεί το τσέλο στα όριά του, παίζοντας με δύο δοξάρια ταυτόχρονα ή χρησιμοποιώντας ειδικά αντηχεία που ενισχύουν τους πιο απόμακρους τόνους. Καθόλου παράξενο λοιπόν που όταν ο Βρετανός Γκάρεθ Ντέιβις και η Αμερικανίδα Φράνσις-Μαρί Ουίτι συνεργάστηκαν το 2012 στο άλμπουμ «Gramercy», οι κριτικές έκαναν λόγο για δύο όργανα που «χορεύουν παράλληλα», για ήχους που «γλιστρούν ο ένας μέσα στον άλλο» ή για μουσικούς που «πασχίζουν να δραπετεύσουν από τις συμβάσεις της αρμονίας».
ΠΡΩΤΑ Η ΥΦΗ. Η υφή της μουσικής μοιάζει και για τους δύο σημαντικότερη από τη δομή της κι ίσως αυτή η κοινή αγάπη είναι που τους οδήγησε στη συνεργασία με δύο πρεσβύτερους ομοϊδεάτες τους: τον Τζιακίντο Σέλσι και τον Σαλβατόρε Σιαρίνο. Μέχρι το 1988 που πέθανε, ο πρώτος αντιμετώπιζε τη σύνθεση σαν μια πνευματική διαδικασία, αποκαλυπτική των μυστικών ακόμα και μιας μόνο νότας. Τα έργα του δεύτερου, που περιλαμβάνουν από μουσική δωματίου μέχρι όπερες, διακρίνονται για την ανανέωση που επέφεραν στις δυνατότητες της φωνητικής και ορχηστρικής μουσικής, καθώς και για την έμφαση τόσο στις μεγάλες δομές όσο και στα ανεπαίσθητα τονικά μικροδιαστήματα. Πώς συνδέονται οι τέσσερίς τους; Ο σχεδόν απόκρυφος κόσμος των Σέλσι και Σιαρίνο θα προσεγγιστεί εκ νέου από τον Ντέιβις και την Ουίτι σε μια συναυλία στη Στέγη στις 11 Ιανουαρίου, που δεν θα απέχει και πολύ από ένα ιλιγγιώδες μουσικό ταξίδι.
Το σημαντικό για τον Ντέιβις, κατά καιρούς συνεργάτη του Σιαρίνο, είναι ο τρόπος που ο ιταλός συνθέτης αντιμετωπίζει τον ήχο. «Εξερευνά πολύ συγκεκριμένες ηχητικές λεπτομέρειες, ενίοτε αρκετά απροσδιόριστες, τις οποίες όμως οργανώνει έτσι ώστε να δημιουργήσει κάτι πολύ πιο εμφανές και χειροπιαστό» λέει ο βρετανός κλαρινετίστας. Η Ουίτι, που δούλεψε επί σειρά ετών στο πλευρό του Σέλσι, ακόμα και (ή ειδικά) όταν εκείνος απαρνιόταν οποιαδήποτε μορφή δημοσιότητας προκειμένου να αφιερωθεί στην πνευματική και συλλογική διάσταση της μουσικής σύνθεσης, θεωρεί ως βασικότερη καλλιτεχνική συμβολή του ανδρός «την εγκατάλειψη κάθε συνθετικής τέχνης για χάρη του αυτοσχεδιασμού, με έμφαση στη χροιά του ήχου».
Οχι πάντως ότι οι δύο νεότεροι μουσικοί δεν έχουν και προσωπικές απόψεις επί των ίδιων θεμάτων: για την Ουίτι, «η συμβατική σύνθεση είναι μια ατομική διαδικασία, ενώ ο αυτοσχεδιασμός μπορεί να συμπεριλάβει τόσο το ατομικό όσο και το συλλογικό στοιχείο»· η ακρόαση της μουσικής δεν είναι ούτε μόνο πνευματική ούτε μόνο αισθητηριακή εμπειρία –«το ένα δεν αποκλείει το άλλο, αντιθέτως, νομίζω ότι πρόκειται για το ίδιο πράγμα» λέει η τσελίστρια.
Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ. Ο Ντέιβις συμφωνεί και επαυξάνει, ενώ ειδικά για το συλλογικό κομμάτι της σύνθεσης έχει μερικά ενδιαφέροντα πράγματα να θυμηθεί από τις ηχογραφήσεις του «Gramercy», του άλμπουμ που είχε κυκλοφορήσει με την Ουίτι: «Σε τέτοιες συνεργασίες είναι η ίδια η μουσική που διαμορφώνει τον διάλογο των οργανοπαικτών. Κι ένας διάλογος που προκύπτει στη διάρκεια της κοινής μουσικής εκτέλεσης δημιουργεί νέες ιδέες, που εξευγενίζονται με τη βοήθεια της ακρόασης. Είναι ιδέες που προέρχονται από παντού: από τον περιβάλλοντα χώρο, από την ημέρα και τα χαρακτηριστικά της, από το κλίμα, από λέξεις που ακούγονται εδώ κι εκεί, από την ατμόσφαιρα. Το ταυτόχρονο μουσικό παίξιμο κρατά μερικές από αυτές τις ιδέες και η διάδραση μεταξύ των μουσικών δίνει σχήμα και μορφή σε όσα βρίσκονται από κάτω τους».
Πώς θα επηρεαστούν άραγε ως ντουέτο ο Ντέιβις και η Ουίτι στη συναυλία τους στη Στέγη; Μένει να αποδειχθεί, αν και μια πρώτη ιδέα για τη δουλειά τους μπορεί να πάρει κανείς όχι μόνο από το περίφημο «Gramercy», αλλά και από άλμπουμ όπως το «Atsusaku», που ο Ντέιβις κυκλοφόρησε πέρυσι μαζί με τον γιαπωνέζο μύστη της noise μουσικής Merzbow, ή το «Works for Cello-Lecture on Nothing», όπου η Ουίτι καταπιάνεται με έργα του Τζον Κέιτζ, όπως έκανε άλλοτε με εκείνα του Ιάννη Ξενάκη. Σημασία βέβαια αναμένεται να έχει και εδώ ο ήχος, η υφή και η χροιά του, μεγέθη δηλαδή που και η τσελίστρια και ο κλαρινετίστας κρίνουν ως υψίστης σπουδαιότητας σε μια εποχή που η μουσική ενίοτε χειραγωγείται από την τεχνολογία. Σε ένα τέτοιο πεδίο, «κάθε μουσικός οφείλει να βρει το δικό του μονοπάτι. Οσο με αφορά, γοητεύομαι από τον αγνό ήχο και από την επέκταση της μουσικής προσωπικότητάς μου μέσα από τον σχεδιασμό μουσικών οργάνων και αντηχείων» λέει η Ουίτι.
ΣΑΝ ΓΛΩΣΣΑ. «Αντιμετωπίζω το παίξιμο ενός οργάνου όπως και τη χρήση των λέξεων ή της γλώσσας» καταλήγει ο Ντέιβις. «Μιας γλώσσας που, χιλιάδες χρόνια μετά, δεν έχουμε καν αρχίσει να εξαντλούμε. Η εξάρτηση από την τεχνολογία μπορεί να μας κάνει τεμπέληδες, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν προσφέρει δυνατότητες. Πιστεύω ότι ο ιδανικός μουσικός στόχος είναι να βλέπεις κάθε ολοκληρωμένη ιδέα όχι σαν ένα τέλος, αλλά σαν μια αρχή προς κάτι διαφορετικό».
INFO:Gareth Davis και Frances-Marie Uitti, 11/1 στις 21.00 στη Μικρή Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση (Λεωφ. Συγγρού 107, τηλ. 210-9005.800). Μετά τη συναυλία, ακολουθεί συζήτηση του κοινού με τους συντελεστές. Απόψε θα πραγματοποιηθεί εργαστήριο με
τους μουσικούς. Λεπτομέρειες στο www.sgt.gr