Μέτωπο με την κυβέρνηση ανοίγει ο ΣΕΒ για το θέμα του κατώτατου μισθού ύστερα από συνεχείς εξαγγελίες κυβερνητικών στελεχών για αύξησή του μετά το τέλος του τρίτου Μνημονίου.

Μετά τις δηλώσεις του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στο Υπουργικό Συμβούλιο ότι το 2018 η κυβέρνηση με τις πολιτικές της θα αναδείξει το ταξικό της πρόσημο αναλαμβάνοντας σχετικές πρωτοβουλίες και ενώ ο κυβερνητικός εκπρόσωπος πήρε χθες τη σκυτάλη λέγοντας ότι στο τέλος του 2018 θα υπάρξει «αποκατάσταση των αδικιών της οκταετίας», ο ΣΕΒ ορθώνει φραγμούς. Και προειδοποιεί την κυβέρνηση να μην καλλιεργεί προσδοκίες για αύξηση του κατώτατου μισθού –κίνηση που αποτελεί μία απο τις βασικές επιδιώξεις του Μαξίμου.

Με επιστολή του προς τους κοινωνικούς εταίρους (ΓΣΕΕ, ΕΣΕΕ, ΓΣΕΒΕΕ) ενόψει της έναρξης της συζήτησης για τη νέα Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας 2018, ο ΣΕΒ επιχειρεί να παγώσει κάθε συζήτηση για αύξηση του κατώτατου μισθού καθώς θεωρεί ότι δεν αποτελεί προτεραιότητα και βιώσιμη επιλογή αλλά ζητά αποσύνδεσή του από τους μισθούς που καταβάλλουν οι επιχειρήσεις.

Οι θέσεις του ΣΕΒ έρχονται τη στιγμή που η κυβέρνηση θέλει να παρουσιάσει μια ειδυλλιακή εικόνα για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα μας.

Για τον κατώτατο μισθό ο ΣΕΒ ζητά «αποσύνδεση στην πράξη του καθορισμού και των μεταβολών του κατώτατου μισθού από τις διαδικασίες καθορισμού και τις μεταβολές των μισθών στις επιχειρήσεις ή τους κλάδους οι οποίοι θα πρέπει να διαμορφώνονται από τα μέρη με βάση τις δυνατότητες των επιχειρήσεων και των κλάδων».

Εμμέσως πλην σαφώς εξαπολύει επίθεση στα κυβερνητικά στελέχη που υπόσχονται αύξηση του κατώτατου μισθού σημειώνοντας ότι όσοι υποστηρίζουν ότι δεν θέλουμε μισθούς Βουλγαρίας θα πρέπει να συμπληρώνουν «και για αυτό οφείλουμε να υλοποιήσουμε βαθιές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για τον εκσυγχρονισμό του κράτους και το άνοιγμα των αγορών».

Ο ΣΕΒ υποστηρίζει ότι όταν υπάρξει αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού, αυτή δεν πρέπει να μεταφέρεται αυτομάτως ως αφετηρία των αυξήσεων σε επίπεδο κλάδων και επιχειρήσεων, όπως επίσης ότι για το διάστημα που ο κατώτατος μισθός διατηρηθεί στα σημερινά επίπεδα οι επιχειρήσεις και οι κλάδοι μπορούν να αναπροσαρμόζουν τους δικούς τους μισθούς με ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις.

Οι βιομήχανοι διευκρινίζουν ότι δεν τάσσονται υπέρ της μείωσης του κατώτατου μισθού αλλά υποστηρίζουν ότι όσο η χώρα βρίσκεται στα πρώτα δειλά σημάδια σταθεροποίησης του ΑΕΠ, πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας για την μείωση της εκτεταμένης ανεργίας, ενώ δεν αποτελεί προτεραιότητα και βιώσιμη επιλογή η επαναφορά του ονομαστικού κατώτατου μισθού στα επίπεδα 2010-2012.

Το πάθημα. «Δεν πρέπει να επαναληφθούν λάθη του παρελθόντος» υποστηρίζει ο ΣΕΒ για να προσθέσει ότι «την περίοδο 2000-2009 η Ελλάδα αύξανε τον κατώτατο μισθό, αλλά και τις αποδοχές στο σύνολο της οικονομίας, με ρυθμούς που ως μέσο όρο ξεπερνούσαν την αύξηση της παραγωγικότητας, της μη μισθολογικής ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και τον ρυθμό πληθωρισμού της ευρωζώνης και της Ελλάδας. Ολως παραδόξως, η χώρα συνέχιζε να αυξάνει τον κατώτατο μισθό της ώς το 2011 εν μέσω της ήδη επιτελούμενης κατάρρευσης του ΑΕΠ και αποκλεισμού της από τις διεθνείς αγορές, για να τον μειώσει στη συνέχεια με κυβερνητική νομοθέτηση το 2012 κατά 22%».

Το νέο ταμείο. Ακόμη, οι βιομήχανοι βάζουν στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης με τους κοινωνικούς εταίρους τη σύσταση νέου Εθνικού Επαγγελματικού Ταμείου με στόχο την υποστήριξη των κατηγοριών εκείνων που αναμένεται να έχουν περισσότερο ανάγκη πρόσθετου εισοδήματος κατά την συνταξιοδότηση. Σχετικά με το νέο Ταμείο, ο ΣΕΒ αναφέρεται σε σχετική πρόταση της ΓΣΕΕ και τονίζει ότι θα πρέπει να μελετηθούν σημεία βελτίωσης του θεσμικού πλαισίου για τα Επαγγελματικά Ταμεία, καθώς και οι προϋποθέσεις χρηματοδότησης ενός τέτοιου Ταμείου «λαμβάνοντας υπόψη τους ασφυκτικούς οικονομικούς περιορισμούς της τρέχουσας συγκυρίας τόσο από την πλευρά των εργαζομένων όσο και των εργοδοτών».

Για τη διαιτησία προτείνει τη θέσπιση νέου συστήματος που θα είναι συμβατό με τις διεθνείς συμβάσεις εργασίας, για όσες περιπτώσεις δεν εμπίπτουν στις «ουσιώδεις υπηρεσίες» («essential services») ή δεν αποτελούν απειλή για την κοινωνική ειρήνη, προσθέτοντας ότι οι διεθνείς κανόνες αποδέχονται σύστημα υποχρεωτικής διαιτησίας μόνον όσον αφορά στις «ουσιώδεις υπηρεσίες» με την στενή έννοια του όρου, δηλαδή σ’ εκείνες των οποίων η διακοπή θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ζωή, την ασφάλεια ή την υγεία ολόκληρου ή μέρους του πληθυσμού.