Από μερικές ώρες έως μερικούς μήνες μπορεί να διαρκέσει σε κάποιες περιπτώσεις η διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος από κάποια φυσική καταστροφή λόγω σεισμού, πλημμύρας ή γεωμαγνητικής καταιγίδας. Συνήθως η διακοπή του ρεύματος διαρκεί από μία έως τέσσερις μέρες, ενώ οι συχνότερες διακοπές συμβαίνουν σε περίπτωση πλημμύρας.
Αυτό αναφέρει μια νέα μελέτη του Κοινού Κέντρου Ερευνών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Joint Research Center-JRC) με τίτλο «Η αποκατάσταση του ηλεκτρικού δικτύου μετά από τις επιπτώσεις των φυσικών καταστροφών», με επικεφαλής δύο έλληνες ερευνητές, τους Γεώργιο-Μάριο Καραγιάννη και Σταμάτη Χονδρογιάννη.
Οι ερευνητές μελέτησαν την επίπτωση που είχαν στο ηλεκτρικό δίκτυο ευρωπαϊκών χωρών 16 σεισμοί, 20 πλημμύρες και 15 γεωμαγνητικές καταιγίδες λόγω έντονης δραστηριότητας του Ήλιου. Όπως επισημαίνουν, οι φυσικές καταστροφές μπορούν να επηρεάσουν σοβαρά το ηλεκτρικό δίκτυο στις πληγείσες περιοχές και η διακοπή του ρεύματος μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την πρόκληση ατυχημάτων, τη διακοπή της οικονομικής δραστηριότητας και την παρεμπόδιση των προσπαθειών διάσωσης και αποκατάστασης των υποδομών, εωσότου επανέλθει ο ηλεκτρισμός.
Σύμφωνα με τη μελέτη, τα διαφορετικά φυσικά φαινόμενα επηρεάζουν με διαφορετικό τρόπο το ηλεκτρικό δίκτυο. Αλλά σε κάθε περίπτωση, όσο πιο δύσκολη είναι η πρόσβαση στις πληγείσες περιοχές, π.χ. λόγω κατολισθήσεων, πλημμυρικών φαινομένων ή κυκλοφοριακής κίνησης στους δρόμους, τόσο θα καθυστερήσει η αποκατάσταση των ηλεκτρικών βλαβών.
Ο χρόνος πλήρους αποκατάστασης εξαρτάται σημαντικά τόσο από τον αριθμό των αναγκαίων επισκευών, όσο και από τη δυνατότητα ταχείας πρόσβασης στην πληγείσα περιοχή.
Ειδικότερα για τους σεισμούς τονίζεται ότι συνιστούν μεγαλύτερη απειλή στις μεσογειακές χώρες όπως η Ελλάδα, καθώς και στις βαλτικές. Μπορούν να προκαλέσουν ζημιές ακόμη και σε βαρύ ηλεκτρικό εξοπλισμό, ενώ αν συνοδεύονται από ρευστοποίηση και υποχώρηση του εδάφους, τότε είναι δυνατό να αποβούν πολύ καταστροφικοί για το δίκτυο του ηλεκτρισμού. Στις περισσότερες περιπτώσεις, σύμφωνα με τη μελέτη, χρειάζονται μία έως τέσσερις μέρες για την αποκατάσταση του δικτύου μετά από σεισμό, αν και σε σπανιότερα περιστατικά είναι πιθανό να χρειασθούν ακόμη και μήνες.
Συχνότερο πρόβλημα σε όλη την Ευρώπη αποτελούν οι πλημμύρες, καθώς τα νερά και οι κατολισθήσεις που προκαλούνται από αυτά, μπορούν να υποσκάψουν τα θεμέλια των στύλων του ηλεκτρικού δικτύου και να τους ρίξουν. Επιπλέον, η επαφή του ηλεκτρικού εξοπλισμού με το νερό μπορεί να προκαλέσει ακόμη και εκρήξεις, ενώ η υγρασία και η σκόνη που διεισδύουν στα πλημμυρισμένα ηλεκτρικά μηχανήματα, απαιτούν χρονοβόρες διαδικασίες για τον καθαρισμό τους.
Ενώ όμως οι σεισμοί γίνονται απροειδοποίητα, στις πλημμύρες υπάρχει συχνά η δυνατότητα έγκαιρης προειδοποίησης για να μετριασθούν οι επιπτώσεις στο ηλεκτρικό δίκτυο. Για παράδειγμα, οι εταιρείες ηλεκτρισμού μπορεί να προλάβουν να κλείσουν τις εγκαταστάσεις τους στις ζώνες υψηλού κινδύνου, ελαχιστοποιώντας έτσι τις βλάβες. Μετά από μια πλημμύρα, το ρεύμα επανέρχεται συνήθως μετά από 24 ώρες έως τρεις εβδομάδες.
Αντίθετα με τους σεισμούς και τις πλημμύρες, οι -σχετικά υποτιμημένες έως τώρα- γεωμαγνητικές καταιγίδες μπορούν να επηρεάσουν όχι μόνο το τοπικό αλλά όλο το ηλεκτρικό δίκτυο. Ο χρόνος προειδοποίησης συνήθως είναι πολύ λίγος, ενώ ο χρόνος αποκατάστασης των ζημιών ποικίλει από μερικές ώρες έως αρκετούς μήνες.
Η έρευνα τονίζει ότι ο ηλεκτρισμός αποτελεί τη «ραχοκοκαλιά» της ευρωπαϊκής -και κάθε άλλης- κοινωνίας, γι’ αυτό είναι σημαντικό οι επιπτώσεις μιας φυσικής καταστροφής στην παροχή ηλεκτρικού ρεύματος να τίθενται γρήγορα από έλεγχο. Μεταξύ άλλων, οι ερευνητές προτείνουν το ηλεκτρικό δίκτυο να σχεδιάζεται έτσι ώστε μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί ακόμη κι αν καταστραφούν ζωτικές υποδομές του.