Επι ξυρού ακμής κινείται τις τελευταίες ημέρες η βελγική κυβέρνηση με αφορμή την έκδοση στο Σουδάν, μεταξύ Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς, έξι Σουδανών που ζητούσαν πολιτικό άσυλο στο Βέλγιο. Οπως έγινε γνωστό οι Σουδανοί υπέστησαν μετά την έκδοσή τους βασανιστήρια, γεγονός που έχει προκαλέσει οργή σε σημαντικό τμήμα της βελγικής κοινής γνώμης, κυρίως της γαλλόφωνης.
Στο στόχαστρο βρίσκεται ο αρμόδιος για τα θέματα μετανάστευσης υφυπουργός Τέο Φράνκεν, ανερχόμενος αστέρας της ολλανδόφωνης βελγικής Ακροδεξιάς, στις κοινοβουλευτικές ψήφους της οποίας στηρίζεται η κυβέρνηση συνεργασίας του Φιλελεύθερου πρωθυπουργού του Βελγίου Σαρλ Μισέλ. Μια κυβέρνηση που κλυδωνίζεται καθώς από τη μια πλευρά αναπτύσσεται ένα κίνημα υπέρ της αποπομπής του Φράνκεν, ενώ από την άλλη το κόμμα του, το N-VA, ξεκαθάρισε πως σε περίπτωση αποπομπής του θα ρίξει την κυβέρνηση και η χώρα θα οδηγηθεί σε εκλογές.
Ο βελγικός Τύπος κάνει λόγο για «τοξικό κλίμα», η εφημερίδα «De Standaard» χαρακτηρίζει θλιβερό το θέαμα «μιας κυβέρνησης που αναλώνεται σε αντεγκλήσεις αντί να παράγει έργο με αποτέλεσμα η αξιοπιστία της να βρίσκεται πλέον στο ναδίρ». Ο υπουργός που απέλασε τους Σουδανούς είναι ο ίδιος που προσέφερε πολιτικό άσυλο στον ηγέτη των καταλανών αυτονομιστών Κάρλες Πουιτζντεμόν, σαρκάζει η ανταποκρίτρια της «Ελ Παΐς» στις Βρυξέλλες. Με άλλα λόγια, ο Φράνκεν εξέφρασε αμφιβολίες για το αν ο Πουιτζντεμόν θα είχε μια δίκαιη δίκη στην Ισπανία, δεν δίστασε στιγμή όμως να στείλει τους σουδανούς πρόσφυγες σε μια χώρα που ο πρόεδρός της Ομάρ αλ Μπασίρ κατηγορείται από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για εγκλήματα πολέμου.
Από την πλευρά της η εφημερίδα «De Morgen» επικεντρώνεται στο χθεσινό κύριο άρθρο της στο πρόσωπο του πρωθυπουργού Μισέλ τον οποίο θεωρεί ότι είναι το μεγαλύτερο θύμα της κυβερνητικής κρίσης στον βαθμό που βρίσκεται ενώπιον ενός καταστροφικού διλήμματος: είτε δηλαδή θα αντιπαρέλθει την απειλή του ηγέτη της φλαμανδικής Ακροδεξιάς Ντε Φίβερ ότι θα ρίξει την κυβέρνησή του σε περίπτωση που τεθεί θέμα απομάκρυνσης του Φράνκεν, δικαιώνοντας έτσι όσους τον επικρίνουν ότι λειτουργεί ως «αχυράνθρωπος» του N-VA, είτε θα προχωρήσει στην αποπομπή του Φράνκεν τινάζοντας στον αέρα την κυβέρνησή του.
Οι περισσότεροι βέλγοι πολιτικοί αναλυτές σημειώνουν ότι εάν το N-VA επιμείνει στη σκληρή αντιμεταναστευτική γραμμή που έχει χαράξει με κύριο εκφραστή τον Φράνκεν θα έχει μεν κέρδη στην ολλανδόφωνη Φλάνδρα, ωστόσο διατρέχει τον κίνδυνο να μην μπορεί να βρει συνομιλητές ανάμεσα στα γαλλόφωνα κόμματα μετά τις επόμενες εκλογές. Και τούτο διότι το κόμμα του πρωθυπουργού Mισέλ (MR) θα υποστεί μεγάλες εκλογικές απώλειεςαποδεχόμενο την πολιτική αυτή, με αποτέλεσμα είτε να επιστρέψουν μετά βαΐων και κλάδων οι γαλλόφωνοι Σοσιαλιστές στην εξουσία που ούτε θέλουν να ακούν για συνεργασία με τους φλαμανδούς εθνικιστές, είτε θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για να πάρει εκ νέου τα ηνία ο κλασικός στο Βέλγιο τρικομματικός συνασπισμός (Σοσιαλιστές, Χριστιανοδημοκρατες, Φιλελεύθεροι) αφήνοντας έξω το N-VA.
Οι περισσότερες εκτιμήσεις συγκλίνουν στο ότι η βελγική κυβέρνηση, έστω και τραυματισμένη, θα επιβιώσει τελικά συνεχίζοντας την κλυδωνιζόμενη πορεία της μέχρι τις επόμενες εκλογές σε περίπου ενάμιση χρόνο. Ο πρωθυπουργός Σαρλ Μισέλ έσπευσε ήδη να δηλώσει ότι «δεν τρομοκρατείται από εκβιασμούς, απειλές και προκλήσεις» και ότι η έρευνα που διατάχθηκε για να διερευνηθούν οι συνθήκες υπό τις οποίες έγιναν οι απελάσεις δεν θίγει ευθέως τον Φράνκεν.