Θαμμένοι στο καταφύγιο της Ηλεκτρικής περιμένουν οξυγόνο. Διαμελισμένα πτώματα μεταφέρονται με καροτσάκια. Φωνές εγκλωβισμένων που πεθαίνουν από ασφυξία ακούγονται στα συντρίμμια. Το Τζάνειο δέχεται τους περισσότερους τραυματίες, ενώ όσοι είναι από την Παλιά Κοκκινιά πάνε στου Σαπόρτα. Και εκεί με υποτυπώδη εργαλεία, μία λάμπα, ένα ψαλίδι, οι γιατροί προσπαθούν να σώσουν ανθρώπινες ζωές. Ο Πειραιάς βομβαρδίστηκε πριν από λίγο. Ηταν περίπου στις 12 το μεσημέρι, στις 11 Ιανουαρίου του 1944. Ολόκληρη η πόλη χτυπήθηκε. Το λιμάνι, η βιομηχανική περιοχή του Αγίου Διονυσίου, τα Καμίνια. Το Ρολόι καταστρέφεται μερικώς, η Αγία Τριάδα βάφεται με αίμα.
Ο τρομερός βομβαρδισμός που έγινε από τους Αγγλους και τους Αμερικανούς θα αλλάξει για πάντα τη φυσιογνωμία της πόλης. Μιας πόλης που προπολεμικά μετρούσε 500 μεγάλα εργοστάσια, περισσότερα από 1.000 μικρά, τζίρο υψηλότερο του 1 δισ. δραχμών και περίπου 300.000 κατοίκους.
Το πολυτελές ξενοδοχείο Κοντινεντάλ χάνει δύο ορόφους στον βομβαρδισμό, ενώ τα τζάμια του ισογείου σπάνε. Τα λιθόκτιστα σπιτάκια των εργατών στα Μανιάτικα, στη Δραπετσώνα και αλλού γκρεμίζονται από τα ωστικά κύματα. Η Γούναρη βομβαρδίζεται με σφοδρότητα. Η γειτονιά που φιλοξενεί το εμπόριο του Πειραιά πληγώνεται. Οταν όμως χτυπιέται ο Ηλεκτρικός, η πόλη νεκρώνει: πλέον δεν υπάρχει καμία σύνδεση με την Αθήνα. Η τιμή του ταξί μέσα σε λίγες ώρες δεκαπλασιάζεται και την επόμενη μέρα εικοσαπλασιάζεται. Οσοι μπορούν, φεύγουν με κάθε τρόπο. Το βράδυ, Πειραιώτες –πρόσφυγες στην Ομόνοια –βλέπουν στο βάθος του ουρανού τις λάμψεις από τις βόμβες που χτυπούν για δεύτερη φορά τον Πειραιά. Ο θάνατος απλώνεται στην ταβέρνα του Βίρβου, όπου τη στιγμή εκείνη γίνονται αρραβώνες. Προσφυγικοί καταυλισμοί στήνονται σε γήπεδα, σε θέατρα, παντού. Οι μήνες περνούν, οι κάτοικοι δεν επιστρέφουν. Μέχρι που η κυβέρνηση θα εκδώσει ανακοίνωση πως όσα σπίτια δεν κατοικούνται θα επιταχθούν.
ΠΕΠΛΟ ΣΙΩΠΗΣ. Ο βομβαρδισμός του Πειραιά αγνοήθηκε επί δεκαετίες από την επίσημη ιστοριογραφία λόγω των συσχετισμών που επικράτησαν στη μεταπολεμική Ελλάδα. Διασωζόταν μόνο μέσα από προφορικές μαρτυρίες. Μέχρι που ιστορικοί έφεραν στο φως στοιχεία για τα δραματικά γεγονότα.
«Τον βομβαρδισμό του ’44, ο οποίος αποσιωπήθηκε επιδεικτικά μέχρι πριν από μία 15ετία, τον αποκαλώ “ο βομβαρδισμός της γιαγιάς μου”. Γιατί από όταν ήμουν μικρή η γιαγιά μου συνήθιζε να μου λέει ιστορίες που ξεκινούσαν με τη φράση “τότε στον βομβαρδισμό…”. Οταν μεγαλώνοντας σπούδασα Ιστορία, έψαξα να βρω στοιχεία. Και δεν βρήκα τίποτα. Οπότε απέδωσα αυτές τις ιστορίες στην αρχόμενη άνοια της γιαγιάς. Αρχίζοντας όμως να εργάζομαι στο Ιστορικό Αρχείο του Δήμου Πειραιά, συνάντησα αρκετούς ηλικιωμένους οι οποίοι με πολύ μεγάλη δυσκολία μάς επισκέπτονταν θέλοντας να ξεδιπλώσουν τις αναμνήσεις τους από τον βομβαρδισμό. Ετσι ξεκινήσαμε με τη συνάδελφο Ελένη Αναγνωστοπούλου να συλλέγουμε στοιχεία και μαρτυρίες για να δούμε τι επιτέλους είχε συμβεί. Ακόμη και σήμερα συναντώ ανθρώπους οι οποίοι, παρότι γεννήθηκαν τη δεκαετία του ’50, από τις διηγήσεις των γονιών τους κουβαλούν τον βομβαρδισμό σαν να τον έζησαν. Ο βομβαρδισμός του ’44 είναι πραγματικά η μνήμη αυτής της πόλης» λέει η Ευαγγελία Μπαφούνη, διευθύντρια Πολιτισμού στον Δήμο Πειραιά. «Η αποσιώπηση εξηγείται διότι ο βομβαρδισμός έγινε από τους Συμμάχους και οι Σύμμαχοι ήταν εκείνοι που καθόρισαν την τύχη της Ελλάδας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο». Αλλωστε, μία από τις επικρατέστερες ερμηνείες για τα αίτια της καταστροφής ήταν ότι οι Αγγλοι ήθελαν να δείξουν, καθώς το τέλος του πολέμου πλησίαζε, ποιος «θα έχει το πάνω χέρι» στην Ελλάδα την επόμενη μέρα…
Στέλιος Γεράνης
Τραγικές σκηνές στη σαπωνοποιία Παπουτσάνης
«Oταν έφτασα πάνω από τα ερείπια της φάμπρικας δεν μπορούσα ακόμη να το πιστέψω. Πώς ήταν δυνατόν τούτη η τριώροφη φάμπρικα που πριν από λίγες ώρες έσφυζε από κίνηση και ζωντάνια να κείτεται σε συντρίμμια αμίλητη και νεκρή. Ο αδελφός μου συλλογίστηκα, τι έγινε ο αδελφός μου; (…) – «Ζούνε!», άκουσα μια φωνή δίπλα μου. «Ακούσαμε να φωνάζουν, ζητούν βοήθεια, είναι μέσα στο καταφύγιο! Τώρα θα έρθει ένα συνεργείο να τους βγάλει». (…) Πρώτος ανασύρθηκε από τα ερείπια ο αδελφός μου και ένας εργάτης. Ηταν και οι δυο σφιχταγκαλιασμένοι σε μια γωνιά έξω από το καταφύγιο. Τα κεφάλια τους ήταν χτυπημένα από τα συντρίμμια της φάμπρικας. Μαζί με κάτι φίλους πήραμε τον αδελφό μου, τον βάλαμε στην καρότσα ενός φορτηγού και τον πήγαμε στο νοσοκομείο του Σαπόρτα. Ο Δημήτρης όμως ήταν νεκρός. (…) Στα 22 του χρόνια. Οσοι κατέβηκαν στο καταφύγιο βρήκαν έναν θάνατο από τους πιο φριχτούς. Γιατί δεν έπεσαν μόνο τα σίδερα και οι πέτρες πάνω στα κεφάλια τους. Αδειασαν και τα γεμάτα καζάνια με την καυτή σαπουνόμαζα. Χύθηκαν οι σόδες και γέμισαν τον τάφο του καταφυγίου, 25 εργάτες και 11 εργάτριες κομματιάστηκαν μέσα σε αυτόν τον λάκκο που τον ονόμασαν καταφύγιο. Και το πιο δραματικό είναι πως μέσα εκεί θάφτηκαν ολόκληρες οικογένειες».
Νότης Δρίτσας
Ενας Πειραιώτης θυμάται
«Σε λίγα δευτερόλεπτα από τις αμέτρητες εκρήξεις των βομβών χόρευε όλο το έδαφος του Πειραιά. Επεφταν σπίτια και εκκλησίες. Ακούγονταν φωνές βοήθειας και τρόμου σε ολόκληρη την πόλη. Δεν είχαμε περπατήσει είκοσι μέτρα και στην γωνία Ναυάρχου Μπήττυ, σήμερα Καραολή και Δημητρίου και Μακράς Στοάς, και ένα αεροπλάνο που καθυστέρησε κι έμεινε τελευταίο έριξε και τις τρεις βόμβες του. Οι δύο έπεσαν στα μονώροφα σπίτια της οδού Κέκροπος και η τρίτη στο Μέγαρο Γαβριήλ, στην ίδια διασταύρωση με τη Μακράς Στοάς. Η βόμβα αυτή που έπεσε στο μέσον του υψηλού και καλοχτισμένου μεγάρου Γαβριήλ εξερράγη, τα βλήματά της βρήκαν τον πατέρα μου στρίβοντας προς το παλιό Ταχυδρομείο στη σπονδυλική στήλη και τον αδελφό μου στην κοιλιακή χώρα. Εμένα που προηγούμουν λίγα μέτρα από τη γωνία η πίεση του αέρα της έκρηξης μού πέταξε τα γυαλιά μου προς τα έξω και έμεινε ο σκελετός χωρίς να πάθω τίποτε άλλο. Η τύχη μου ήταν μεγάλη όπως καταλαβαίνετε. Γιατί αν τα αέρια είχαν εκτιναχθεί σε αντίθετη κατεύθυνση θα είχαν πεταχτεί μέσα στα μάτια μου και θα έχανα την όρασή μου. Εκανα το σταυρό μου και έκτοτε μόλις εσήμαινε συναγερμός η πρώτη κίνηση που έκανα ήταν να βγάζω τα γυαλιά από τα μάτια μου και να τα βάζω στην τσέπη μου…».