Τα ζητήματα της οικολογίας, ιδίως σήμερα με τη συζήτηση για την κλιματική αλλαγή και την υπερθέρμανση του πλανήτη, είναι στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας. Ο Ηλίας Ευθυμιόπουλος, πρωτοπόρος στην εισαγωγή στον ελληνικό δημόσιο διάλογο των ζητημάτων αυτών, συνιδρυτής του περιοδικού «Νέα Οικολογία» και πρώτος διευθυντής της Greenpeace στην Ελλάδα, έγραψε πρόσφατα ένα πολύ πυκνό –πλην εύληπτο –βιβλίο που θέτει σε συζήτηση, και στην Ελλάδα, όλα τα ζητήματα αιχμής που αφορούν την οικολογία σήμερα και συζητιούνται διεθνώς.
Με την ευκαιρία της έκδοσης αυτής (το βιβλίο του Ηλία Ευθυμιόπουλου έχει τίτλο «Το δίλημμα της πεταλούδας» και εκδόθηκε από την Ακαδημία Αθηνών πριν από λίγο καιρό), το «Βιβλιοδρόμιο» –και ο σταθερός συνομιλητής του Ηλία Ευθυμιόπουλου στην οικολογική του περιπέτεια Μιχάλης Μοδινός –(επανα)θέτει κρίσιμα και διαρκή ερωτήματα για την επιστημονική οικολογία, το περιβάλλον και το επιστημονικώς ορθόν.
Το βιβλίο ξεκινάει με το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής. Είναι για λόγους ουσίας ή γιατί αυτό είναι η μόδα;

Γιατί είναι το κατεξοχήν παράδειγμα. Η θεωρία της κλιματικής αλλαγής είχε στα πρώτα της στάδια (αρχές της δεκαετίας του ’80) μια εντελώς επιφυλακτική υποδοχή, τόσο στο επίπεδο της επιστήμης όσο και σε αυτό της κοινωνίας. Πολύ πιο επιφυλακτικοί ήταν οι πολιτικοί και οι κυβερνήσεις, καθώς τους έβαζε μπροστά σε νέες υποχρεώσεις, όπως η τιθάσευση της ανάπτυξης, ή έθετε σε κίνδυνο παγιωμένες μονοπωλιακές καταστάσεις στον ενεργειακό τομέα. Με τις επίμονες –μέχρις υπερβολής –προσπάθειες διεθνών περιβαλλοντικών οργανώσεων όπως η Greenpeace και οι Φίλοι της Γης –και των Πρασίνων αργότερα –η εκστρατεία για τη «σωτηρία του κλίματος» άρχισε να παίρνει διαστάσεις, να κερδίζει έδαφος και κυρίως να γίνεται ζήτημα διεθνούς τάξης, όπως η φτώχεια, ο πόλεμος, η διατροφή, το εμπόριο, τα δικαιώματα των παιδιών κ.τ.λ. Παρά τις αντιπαραθέσεις και τη διακύμανση στις διαθέσεις σε ό,τι αφορά τις δεσμεύσεις για ριζικά μέτρα από μεγάλες χώρες (ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία, Καναδάς κ.ά.) από τη μια μεριά και πετρελαιοπαραγωγούς από την άλλη, παρά τη λάθος μετατόπιση της διαπραγμάτευσης στην επίλυση των διαφορών Βορρά – Νότου, πλούσιων και φτωχών κ.τ.λ., ήταν η πρώτη φορά στην πρόσφατη Ιστορία που αναγνωρίζονταν η παγκοσμιότητα της περιβαλλοντικής κρίσης και η ανάγκη της υπαγωγής του τοπικού στο συλλογικό συμφέρον.
Ομως αυτή η αλήθεια αμφισβητήθηκε έντονα στη συνέχεια.

Οντως, μετά την πρωτοφανή συμφωνία ήρθε το ρεύμα της αμφισβήτησης. Τα αντεπιχειρήματα θέτουν εν αμφιβόλω την εγκυρότητα των επιστημονικών προσεγγίσεων και εκπέμπουν ευθείες βολές εναντίον της γραφειοκρατίας που έχει αναλάβει να διαχειριστεί τα πολύπλοκα ζητήματα της εφαρμογής των Συνθηκών σε τοπικό και διεθνές επίπεδο. Οι θεωρίες συνωμοσίας ακολουθούν. Η υπόθεση της κλιματικής αλλαγής είναι μια «εφεύρεση της Κίνας», λέει λ.χ. ο Τραμπ, «για να πληγεί η οικονομία των ΗΠΑ». Πρόκειται σίγουρα για παράδοξο: Πώς μέσα απ’ τη συναίνεση (που είναι η ουσία της δημοκρατίας) και την πρωτοφανή επιτυχία που γνώρισε αυτή η προσπάθεια (εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων) γεννιέται ο επιστημονικός λικβινταρισμός;
Και πώς είναι δυνατόν αυτό που ακριβώς θα έπρεπε να αποτελεί αδιαμφισβήτητο κριτήριο (η συμφωνία της συντριπτικής πλειονότητας των επιστημόνων μέσα από τη Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή) να είναι για κάποιους η αφετηρία μιας απόρριψης και για ένα μέρος της κοινής γνώμης αιτία δυσπιστίας και εναντίωσης; Κι αν για τις τάξεις του επιστημονικού κόσμου υπάρχουν κάποιες μάλλον προφανείς εξηγήσεις (ζήλεια, ανταγωνισμός), οι εκτιμήσεις για τη στάση ενός μέρους της κοινής γνώμης που συντάσσεται με τους σκεπτικιστές πρέπει να βασιστούν σε μελέτες κοινωνιολογικού χαρακτήρα και σε αυτό που αποκαλείται ανάλυση της αιρετικής συλλογικής συμπεριφοράς. Η αιρετική συλλογική συμπεριφορά παίρνει πολλές μορφές, αλλά κατά κανόνα εκφέρεται ως διαφοροποίηση (από τους πολλούς) και αμφισβήτηση μιας αλήθειας που τείνει διά της γενίκευσης να γίνει στερεότυπο. Με την ίδια μέθοδο θα πρέπει να ερμηνευθεί η ψήφος στον Τραμπ έπειτα από μια οκταετία πολιτικής ορθότητας στις ΗΠΑ, καθώς και πολλά άλλα παράδοξα της εποχής μας. Ετσι, η πρόταση στην οποία συχνά καταλήγουν οι τυπικές δημόσιες εισηγήσεις, για «περισσότερη πληροφόρηση», δεν φαίνεται πειστική και οι όποιες προσπάθειες θα πρέπει να στραφούν στην πολιτική διαπαιδαγώγηση, αν έχει νόημα ο όρος.
Ισως βέβαια για τη διστακτικότητα στην υιοθέτηση πολιτικών αποτροπής της κλιματικής αλλαγής να φταίει και η συλλογική κοινωνική αδράνεια. Ισως και οι κατεστημένες οικονομικές δομές, ο διεθνής ανταγωνισμός και τα σχετικά. Ωστόσο, να επιμείνω λίγο σε κάτι άλλο: εφόσον ο κόσμος, η φύση γύρω μας και το ίδιο το κλίμα είναι συστήματα μη ντετερμινιστικά, όπως λέει το βιβλίο, τότε πώς είμαστε σίγουροι ότι η πλάστιγγα γέρνει προς την ενοχοποίηση της εποχής που ονομάζεται «ανθρωπόκαινος»;

Πράγματι, τα φυσικά συστήματα δεν υπακούουν σε αυστηρές αρχές (δηλαδή οι ίδιες αιτίες δεν φέρνουν τα ίδια αποτελέσματα όταν ένα «πείραμα» επαναληφθεί). Είναι συστήματα στοχαστικά, δηλαδή η τύχη παίζει εξίσου μεγάλο ρόλο. Αν ρίξουμε μια πέτρα από την κορυφή ενός βουνού, αυτή θα κυλήσει προς την πιο πρόσφορη διαδρομή. Αν επαναλάβουμε τη ρίψη, αποκλείεται να κάνει την ίδια διαδρομή. Είναι αυτό που ονομάζουμε ευαίσθητη εξάρτηση από τις αρχικές συνθήκες. Είναι ο ίδιος λόγος που κάνει απρόβλεπτη την εξέλιξη του κλίματος στη μακρά διάρκεια. Οχι όμως τελείως. Γνωρίζουμε ήδη την κατεύθυνση και έναν περιορισμό που στην προκειμένη περίπτωση είναι η θερμοκρασία. Η αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας είναι αδιαμφισβήτητη. Η θερμοκρασία είναι ένας ελκυστής, είναι το ανάλογο της χαράδρας μέσα στην οποία οφείλει να κατρακυλήσει η πέτρα, ακόμη κι αν δεν ακολουθεί μια προβλέψιμη διαδρομή. Είναι επίσης βέβαιο ότι η αύξηση της θερμοκρασίας οφείλεται στην αύξηση της συγκέντρωσης πρωτίστως διοξειδίου του άνθρακα από ανθρωπογενείς αιτίες, κάτι που μπορεί πλέον να μετρηθεί, όπως και η συνεισφορά άλλων αερίων του θερμοκηπίου (π.χ. το μεθάνιο που οφείλεται στη γεωργική / κτηνοτροφική δραστηριότητα). Αυτό που δεν μπορούμε να προβλέψουμε με ακρίβεια είναι ο χρόνος, ο τόπος και η ένταση των κλιματικών μεταβολών και των ακραίων μετεωρολογικών φαινομένων. Η σχετική αυτή αδυναμία δεν μπορεί ωστόσο να μας οδηγήσει στη διαπίστωση ότι τα κοράκια δεν είναι μαύρα.

Να υποθέσουμε ότι ούτε η εξέλιξη του ανθρώπου υπακούει σε έναν βιολογικό ντετερμινισμό; Με άλλα λόγια, η εξέλιξη των ειδών έχει μέσα της ή όχι το σπέρμα της (αυτο)καταστροφής;

Και ναι και όχι. Να σημειώσουμε ότι η πανίδα του Καμβρίου, πριν από 540-500 εκατομμύρια χρόνια, δεν άφησε πολλούς απογόνους. Ανάμεσα στα φύλα που επέζησαν ήταν τα Χορδωτά (Chordata), στα οποία ανήκουν τα θηλαστικά και ο άνθρωπος. Ομως τι θα συνέβαινε, διερωτάται ο βιολόγος Στίβεν Γκουλντ, αν η ταινία ξαναπαιζόταν; Και ιδού, η απάντηση είναι ότι ο σημερινός ζωικός κόσμος θα ήταν διαφορετικός, ίσως μάλιστα εντελώς διαφορετικός. Η ταχεία διαφοροποίηση των ζωικών οργανισμών κατά τη διάρκεια του Καμβρίου (καθώς και σε μετέπειτα περιόδους), σε συνδυασμό με τις φαινομενικά τυχαίες εξαφανίσεις, άφησε ομάδες οργανισμών που επέζησαν περισσότερο από τύχη παρά χάρη σε κάποια μορφή προκαθορισμού. Οπωσδήποτε, παράγοντες όπως η προσαρμοστικότητα και η ανθεκτικότητα σε ένα ευρύ φάσμα συνθηκών του περιβάλλοντος θα πρέπει να βοήθησαν, αλλά αν η όλη διαδικασία ξανάρχιζε, θα ήταν απίθανο να επιβίωναν οι ίδιες ομάδες. Μολονότι φιλοσοφικά δυσάρεστη, μεγάλη πιθανότητα να μην εμφανιστεί ουδέποτε ο Homo sapiens θα ήταν αναπόφευκτη.

Δηλαδή με μια έννοια αναθεωρούμε τον κλασικό δαρβινισμό. Αναρωτιέμαι βέβαια μήπως το «τυχαίο» είναι αυτό που απλούστατα δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε.

Πράγματι, η φύση δεν είναι μόνο χαοτική, αλλά και δυσανάγνωστη. Γι’ αυτό και χρειαζόμαστε νέα εργαλεία (που προκύπτουν απ’ την ανάγκη), όπως π.χ. η ανακάλυψη του γονιδιώματος. Ηταν μια ευκαιρία να εξελιχθεί και ο δαρβινισμός. Αυτό που λέει ο Ντόουκινς στο βιβλίο που τον έκανε διάσημο, «Το εγωιστικό γονίδιο» (1970, ελληνική έκδοση Κάτοπτρο, 2008), είναι ότι τελικά στη φύση ο αλτρουισμός δεν είναι η καλύτερη συνταγή για την επιβίωση. Εξέφρασε λοιπόν με τον τρόπο του τις καινούργιες αρχές του υπερδαρβινισμού: η φυσική επιλογή δεν είχε αποτέλεσμα να διαλέγει τα άτομα, αλλά τα γονίδια. Δηλαδή, ο αγώνας για την επιβίωση δεν γίνεται ανάμεσα στα άτομα, αλλά είναι τα γονίδια εκείνα που αγωνίζονται να διαδοθούν μέσω των οργανισμών που τα φιλοξενούν. Μας έχουν δημιουργήσει, σώματι και πνεύματι, και η προφύλαξή τους είναι ο έσχατος λόγος της ύπαρξής μας. Είμαστε οι μηχανές τους για τη δική τους επιβίωση.

Δεν είναι βέβαια η μόνη απόπειρα αναθεώρησης…

Ναι, την ίδια χρονιά με τον Ντόουκινς, ένας άλλος εξελικτικός βιολόγος, ο Λι Βαν Βάλεν, βάζει τη δική του σφραγίδα στη συζήτηση γύρω από τη μάχη για την επιβίωση. Ο χρήσιμος όρος στην περίπτωση αυτή είναι η συνεξέλιξη. Κατ’ αυτήν, η γενετική ποικιλότητα των ειδών θα πρέπει συνεχώς να ανανεώνεται χωρίς να υπάρχει κάποιο όριο στη διαρκή προσαρμογή, χωρίς δηλαδή η κατάσταση να καταλήγει σε μια σταθερή ισορροπία. Το ερέθισμα ο Βαν Βάλεν το πήρε από τη λογοτεχνία (συμβαίνει συχνά αυτό στον επιστημονικό κόσμο), και συγκεκριμένα από το βιβλίο του Λιούις Κάρολ «Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων»: η Αλίκη και η Κόκκινη Βασίλισσα τρέχουν σε ένα περιβάλλον που επίσης κινείται, απλώς και μόνο για να παραμείνουν στην ίδια θέση. Είναι σαν να βρίσκονται συνεχώς μερικά βήματα πίσω από ένα τοπίο που προσπαθούν να προλάβουν. Αυτό συμβαίνει και με τα φυσικά είδη: είναι αναγκασμένα να τροποποιούνται συνεχώς προκειμένου να κρατηθούν στη ζωή, κι εκείνα που «αφήνουν το χέρι της Κόκκινης Βασίλισσας» θα μείνουν πίσω και θα χάσουν τη μάχη της επιβίωσης.

Το αντιλαμβάνομαι σαν την κούρσα των εξοπλισμών μεταφερμένη στο γενετικό επίπεδο. Αλλά γιατί άραγε πρέπει η Αλίκη να τρέχει διαρκώς, αντί να βρεθεί ένα είδος συμβιβασμού μεταξύ των ειδών ώστε να σταματήσουν αυτή την ξέφρενη και τρελή κούρσα του ανταγωνισμού με το τεράστιο κόστος;

Αυτό θα μπορούσε να γίνει, λέει ο Βαν Βάλεν, αν η εξέλιξη είχε έναν σκοπό. Ομως η θεωρία της Κόκκινης Βασίλισσας μας εξηγεί πως η φύση είναι αντιτελεολογική. Τα είδη δεν φτάνουν ποτέ σε ένα τελικό εξελικτικό στάδιο και δεν υπάρχει γι’ αυτά μια εξασφαλισμένη θέση στο βασίλειο των όντων. Ο διάβολος είναι πάντα οι άλλοι. Οπως και να ‘χει, όμως, ζούμε εν μέσω αυτής της δυσανάγνωστης φύσης και είμαστε υποχρεωμένοι να διαφυλάξουμε τα περιβαλλοντικά κεκτημένα αν πρόκειται να διατηρήσουμε τις δικές μας πιθανότητες επιβίωσης. Εδώ εντάσσεται η προβληματική για το φαινόμενο του θερμοκηπίου όπως και για πλήθος άλλων περιβαλλοντικών κεφαλαίων, αν φιλοδοξούμε να διαφυλάξουμε τα δικαιώματα των μελλουσών γενεών.

Ηλίας Ευθυμιόπουλος

Το δίλημμα της πεταλούδας

Oικολογική ερμηνευτική και περιβαλλοντικός σχετικισμός

Πρόλογος: Xρήστος Ζερεφός

Εκδ. Ακαδημία Αθηνών και Μαραγκοπούλειο Ιδρυμα, Αθήνα, 2017, σελ. 386.