Δεν μπορεί να γνωρίζει κανείς αν η Βίβιαν Στεργίου θα γράψει ένα επόμενο βιβλίο ή αν το έχει ήδη έτοιμο, είναι όμως γεγονός ότι με το «Μπλε υγρό» (μην αποκαλύψουμε τη σημασία του μπλε υγρού όπως συμπεραίνεται χάρη στη σποραδική του αναφορά και σε σχέση με τελείως διαφορετικούς, σύμφωνα με τις περιστάσεις, λόγους), το πρώτο της βιβλίο, ένα σύνολο δεκαέξι εκτενών διηγημάτων, ανοίγει και κλείνει ταυτόχρονα τους συγγραφικούς της λογαριασμούς με έναν τόσο εντυπωσιακά ουσιαστικό τρόπο ώστε ακόμη κι αν δεν υπήρχε οποιαδήποτε συνέχεια, να αισθάνεσαι πως η ίδια έχει προσθέσει κάτι τελεσιδίκως οριστικό στο πάνθεον της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να διαπράξει κανείς το σφάλμα, που φαίνεται να έχει «στιγματίσει» τον αλησμόνητο ποιητή και πεζογράφο Θ.Δ. Φραγκόπουλο, όταν προέβλεπε –με ποινή περίπου αποκεφαλισμού του –στα μέσα της δεκαετίας του ’70 ότι με το βιβλίο «Η Κασσάνδρα και ο λύκος» η Μαργαρίτα Καραπάνου διεκδικούσε μια αναμφισβήτητα αξεκούνητη πρωτοκαθεδρία σε σχέση με τους σημερινούς και μελλοντικούς ομοτέχνους της, ωστόσο με τη Βίβιαν Στεργίου και το «Μπλε υγρό» της το πράγμα φαίνεται να είναι τελείως διαφορετικό.
Ψηλά ο πήχης
Κυρίως όσον αφορά τον πήχη των συγγραφικών της πραγματοποιήσεων που όσο χαμηλά τον τοποθετεί το οπισθόφυλλο με την κοινότατη παρατήρηση «Δεκαέξι μικρές αυτοτελείς ιστορίες – ψήγματα πραγματικότητας. Περίεργοι και διαφορετικοί, φοβισμένοι και γεμάτοι πείσμα να ευτυχήσουν, εντελώς καθημερινοί και εντελώς τυχαίοι, οι άνθρωποι των ιστοριών αυτών είναι οι άνθρωποι γύρω μας», τόσο το ίδιο το αποτέλεσμα της συγγραφής μοιάζει να εκτινάσσει τον πήχη σ’ ένα ύψος που κάνει τη φράση του Τερέντιου «τίποτε το ανθρώπινο δεν θα μπορούσε να μου είναι ξένο» να ακούγεται ως το τελικό επιμύθιο μιας σειράς άκρως «επικίνδυνων» ιστοριών. Με την έννοια ότι κάθε άλλο παρά εύκολο είναι –αντίθετα είναι εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο –μια σειρά δεκαέξι διηγημάτων που τα εμπνέει στο σύνολό τους η «ανθρωπογεωγραφία» της σημερινής Αθήνας, με τη συγκεκριμένη κοινωνική και ηθολογική της διαστρωμάτωση, να παρέμενε συγγραφικά ανενεργή (η σειρά των δεκαέξι διηγημάτων), αν όση σύγχυση προκαλεί αναπόφευκτα η ανθρωπογεωγραφία αυτή στην επιστημονική της προσέγγιση δεν ξελαμπικαριζόταν με έναν τρόπο συναρπαστικό χάρη στην αφηγηματική ευφυΐα της Βίβιαν Στεργίου.
Διηγήματα που δεν θα είχαν γραφεί αν η σημερινή Αθήνα, και μάλιστα σε πολύ κρίσιμες και ευαίσθητες περιοχές της, όπως λόγου χάρη τα Εξάρχεια, ήταν διαφορετική, τα αισθάνεσαι να κεφαλαιοποιούν ένα κομμάτι του ανθρώπινου δυναμικού όπως θα το συναντούσες οπουδήποτε στον κόσμο. Αν και γράφει, ανάμεσα σε άλλα, για ένα δρομολόγιο που το ορίζουν η Κυψέλη, η πλατεία Βάθης, η περιοχή της Ομόνοιας και το Θησείο, με όλα τα αναγνωρίσιμα σημεία τους τόσο σε ανθρώπινες συμπεριφορές όσο και σε συγκεκριμένα κτίσματα («Κατεβαίνοντας τη Στουρνάρη, κοντά στην Αχαρνών, δεν ήξερε πού ακριβώς να στρίψει (…) αν προχωρούσε ευθεία θα έβγαινε στο φανάρι της Αχαρνών πάνω από το μικρό κινέζικο μαγαζί όπου τρώνε μετανάστες με μάτι που σέρνεται κόκκινο ανάμεσα σε παρκαρισμένα αυτοκίνητα, πρεζόνια, σκισμένες αφίσες, ινστιτούτα αδυνατίσματος, κέντρα αισθητικής και παράθυρα νεοκλασικών που έχουνε ρημάξει»), αισθάνεσαι να σου κάνει κυριολεκτικά τον γύρο της υδρογείου. Χωρίς να γίνεται ο ελαχιστότερος υπαινιγμός συνυπάρχεις ταυτόχρονα με ανθρώπους και με χώρους που η αδιανόητη ύπαρξή τους για τα προσωπικά, αισθηματικά και γεωγραφικά σου μέτρα και σταθμά, αυθόρμητα μεταβάλλεται σε ένα οικείο σου περιβάλλον. Δρόμοι «σεσημασμένοι» των Εξαρχείων, όπως η Ζωοδόχου Πηγής, η Μαυρομιχάλη, η Χαριλάου Τρικούπη, η Ναυαρίνου, η Αραχώβης, με τη βρώμα τους και την ασφυξία τους, τους πρόσφυγες και τους ναρκομανείς, μοιάζει να λειτουργούν σαν ένα είδος κολυμβήθρας του Σιλωάμ ή λουτρού της Κανάθου, χωρίς όμως ο εξαγνισμός ή η επαναπόκτηση της παρθενίας να μπορεί να εννοηθούν ως απόρριψη των δρόμων αυτών.
Πράξη αντίστασης
Αβυθομέτρητη εσωτερικότητα
INFO:
Βίβιαν Στεργίου
Μπλε υγρό
Εκδ. Πόλις 2017,
σελ. 272
Τιμή: 12 ευρώ