Η είδηση μάς ήρθε πριν από λίγες μέρες μαζί με τον καινούργιο χρόνο. Μια πρωτιά που, ασυνείδητα, την ξέραμε, την υποπτευόμαστε εδώ και καιρό. Τη διακρίναμε στα καινούργια σχήματα λόγου που εφευρίσκουμε για να απαντήσουμε στην κοινότοπη, καθημερινή ερώτηση «Τι κάνεις; Πώς είσαι;». Το «Καλά, μια χαρά» –που, παλαιότερα, λέγαμε αβίαστα ακόμη κι αν τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι –μένει πια μετέωρο, χωρίς βάση. Τα επινοημένα χαμόγελα συγκατάβασης, οι υπαινικτικοί μορφασμοί, οι φράσεις που μοιάζουν περισσότερο με αποσιωποιητικά, όπως «και μη χειρότερα», «τι να λέμε τώρα», είναι σαν να επιβεβαιώνουν τα μαντάτα της έρευνας που έγινε σε αναπτυγμένες χώρες από το αμερικανικό Ινστιτούτο Gallup και δημοσιεύτηκε στο επετειακό τεύχος του «Economist». Σύμφωνα με αυτή λοιπόν, οι Ελληνες είναι ο δυστυχέστερος λαός του κόσμου. Οι Βορειοκορεάτες του «Κιμ πάτα το κουμπί» και οι λιμοκτονούντες Βενεζουελάνοι του αριστερού δικτάτορα Μαδούρο ακολουθούν στη δεύτερη και τρίτη θέση.
Αν η ευτυχία είναι, όπως λένε, μια συνήθεια, μια κουλτούρα που πρέπει να καλλιεργείται, ο αντιμνημονιακός λαϊκισμός ο οποίος καλλιεργήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ στα χρόνια που ήταν αντιπολίτευση ανήγαγε τη δυστυχία σε εκλογικά εξαργυρώσιμη αξία. Που έπρεπε να υπερπροβληθεί ως αποτέλεσμα των Μνημονίων. Ετσι ήταν το σχέδιο. Αν δεν υπήρχε καθημερινό δελτίο αυτοκτονιών από απόγνωση, παιδάκια που λιποθυμούσαν από πείνα και καμένες ζωές από μαγκάλια τι θα αποκαθιστούσε η πρώτη φορά Αριστερά; Μόνο που όσοι επένδυσαν στη δυστυχία δεν υπολόγισαν τον εθισμό σε αυτήν. Ετσι, δεν πάει να έλεγε ο Πρωθυπουργός πριν από μερικούς μήνες ότι βλέπει γύρω του ευτυχισμένους ανθρώπους. Οι «γαμπροί της ευτυχίας», σύμφωνα με τον «Economist», θα μείνουν στημένοι στα σκαλιά της εκκλησίας.