Θα μπορούσε να είναι μια σκηνή από την προαιώνια επική διαμάχη ανάμεσα σε δύο στρατόπεδα που θεωρητικά είναι ιδεολογικά συγγενή, αλλά στην πραγματικότητα τα χωρίζει χάσμα: στελέχη της δογματικής Αριστεράς υπερασπίζονται με νύχια και με δόντια ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, με λοστάρια, το ιερό δικαίωμα της απεργίας που η εκπρόσωπος της ανανεωτικής Αριστεράς ισχυρίζεται ότι προσπαθεί να εκσυγχρονίσει. Οι κατηγορίες είναι βαριές, συμβιβασμοί δεν χωρούν, οι γέφυρες έχουν κοπεί εδώ και τουλάχιστον μισό αιώνα, η σύγκρουση είναι ανελέητη.
Αλλά δεν είναι. Πρώτον, διότι η Εφη Αχτσιόγλου είναι πολύ νέα για να διατηρεί μια έστω και συναισθηματική σχέση με την ταραγμένη ιστορία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος. Δεύτερον, διότι το κόμμα της μπορεί να προέρχεται εν μέρει από την ανανεωτική Αριστερά, αλλά δεν είχε ποτέ πρόθεση να εφαρμόσει γενναίες μεταρρυθμίσεις. Ο μοναδικός του σκοπός είναι να παραμείνει όσο το δυνατόν περισσότερο στην εξουσία, προκειμένου να λύσει παλιούς λογαριασμούς και να ανακατανείμει τα οφέλη του αθάνατου πελατειακού κράτους. Οι μεταρρυθμίσεις αποτελούν προϊόν ξένης πίεσης, η απαίτηση για ανάληψη της «ιδιοκτησίας» τους έχει εξ αρχής απορριφθεί κατηγορηματικά.
Με αυτή την έννοια, η αντιπαράθεση της υπουργού Εργασίας με τα μέλη του ΠΑΜΕ που εισέβαλαν στα γραφεία της («Πάρ’ το πίσω», «Οχι, δεν το παίρνω πίσω!») δεν έχει κανένα ουσιαστικό νόημα. Ολοι ξέρουν ότι με το πολυνομοσχέδιο δεν καταργείται το δικαίωμα της απεργίας, αφού εξακολουθεί να μπορεί να προκηρύσσεται με το 25% των ταμειακώς εντάξει μελών ενός σωματείου. Και όλοι παίζουν θέατρο. Το ΚΚΕ, θέτοντας ψευδοδιλήμματα του τύπου «ή με το κεφάλαιο ή με τους εργάτες». Και ο ΣΥΡΙΖΑ, υποστηρίζοντας μια ρύθμιση που αν την προωθούσε μια άλλη κυβέρνηση θα της βροντοφώναζε τον τίτλο που για δεύτερη φορά επέλεξε χθες ο «Ριζοσπάστης»: «Κάτω τα ξερά σας από την απεργία!».
Στην παράσταση αυτή, λαμβάνει μέρος και η αντιπολίτευση. Στο όνομα του δόγματος «τίποτα μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ», αρνούνται να ψηφίσουν τη συγκεκριμένη ρύθμιση και κόμματα που υπό άλλες συνθήκες θα την έβρισκαν ανεπαρκή. Ακόμη και Το Ποτάμι, που θεωρητικά έχει τα λιγότερα να χάσει, αμφιταλαντεύεται για το αν πρέπει να ακολουθήσει τις αρχές του ή κάποιες πολιτικές σκοπιμότητες. Η αλήθεια είναι πως όταν ο αντίπαλος επιδίδεται σε ρεσιτάλ κυνισμού σε όλα τα επίπεδα, μοιάζει λίγο αφελές να πηγαίνεις με την αγιαστούρα στο χέρι. Αλλά πάλι…
Οσο για τους θεατές, έχουν πια κουραστεί από τη συνεχή επανάληψη της ίδιας παράστασης με διαφορετικούς κάθε φορά πρωταγωνιστές. Πολύ περισσότερο που ξέρουν ότι εκείνοι θα πληρώσουν στο τέλος τη λυπητερή. Αδιαφορούν λοιπόν για τους διαλόγους και συγκεντρώνουν την προσοχή τους στις χειρονομίες. Ή στα ρούχα. Αυτή τη φορά, τουλάχιστον, δεν διαβάσαμε για «το εντυπωσιακό φόρεμα με το οποίο η Αχτσιόγλου έκλεψε την παράσταση». Επειδή δεν φορούσε φόρεμα, φυσικά.