Θύελλα αντιδράσεων και κινητοποιήσεων, που φθάνουν ακόμη και μέχρι την πόρτα του Μαξίμου, φέρνει η «ρήξη» του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ με κεντρικές ιδεολογικές θέσεις του κόμματος, όπως το δικαίωμα στην απεργία. Το πολυνομοσχέδιο των 399 άρθρων, το οποίο αναμένεται να υπερψηφιστεί την ερχόμενη Δευτέρα από την κυβερνητική πλειοψηφία, έχει θέσει επί ποδός πολέμου συνδικάτα και επαγγελματικές ομάδες. Στο επίκεντρο των αντιδράσεων βρίσκονται οι αλλαγές στις προϋποθέσεις κήρυξης απεργίας από τα πρωτοβάθμια σωματεία, την ώρα που περιφερειακές αλλαγές συνδαυλίζουν τη φωτιά των κινητοποιήσεων.

Η ΓΣΕΕ με υπόμνημά της προς τους βουλευτές ζήτησε να μην ψηφιστεί το άρθρο που αφορά τις απεργίες, η ΑΔΕΔΥ εξήγγειλε στάση εργασίας για την ερχόμενη Δευτέρα –όταν αναμένεται η ψήφιση του πολυνομοσχεδίου -, οι εργαζόμενοι στο μετρό τραβούν χειρόφρενο στους συρμούς αύριο Παρασκευή, ενώ αντίστοιχη κινητοποίηση έχουν εξαγγείλει οι εργαζόμενοι στον ΗΛΠΑΠ, οι ναυτεργάτες δένουν κάβους, οι ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας «κλείνουν» τις οθόνες, εκπαιδευτικοί, φαρμακοποιοί, δικηγόροι στο Κτηματολόγιο βρίσκονται σε κατάσταση αγωνιστικής ετοιμότητας. Η υποδοχή της κυβερνητικής νομοθετικής πρωτοβουλίας, μόνο ευμενής δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Η κυβέρνηση επιχειρεί να αποποιηθεί την ευθύνη, πετώντας το μπαλάκι στους δανειστές. Αυτοί είναι που υπέδειξαν τις αλλαγές στις απεργίες, υποστηρίζουν κυβερνητικές πηγές, επικαλούμενες την ανάγκη ολοκλήρωσης της τρίτης αξιολόγησης για την έξοδο από το Μνημόνιο.

Το αφήγημα των δικαιολογιών ήρθε να σκιάσει χθες ένα δημοσίευμα της γερμανικής «Handelsblatt». «Η χώρα χρειάζεται να κάνει πολλά για να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη, εάν από τον Αύγουστο θέλει να αναχρηματοδοτηθεί πλήρως από τις αγορές. Ο Τσίπρας υπόσχεται στους οπαδούς του ότι τον Αύγουστο η χώρα θα σπάσει τα δεσμά από τα προγράμματα λιτότητας και θα εκδιώξει τους μισητούς δανειστές για πάντα από την Αθήνα. Αλλά αυτό είναι αυταπάτη. Γιατί έχει δεσμευθεί απέναντι στους δανειστές και με άλλα μέτρα λιτότητας μέχρι το 2022. Το 80% του ελληνικού κρατικού χρέους βρίσκεται στα χέρια δημοσίων δανειστών. Συνολικά 248 δισ. ευρώ κρατούν ευρωπαίοι δανειστές, άλλα 13 δισ. ευρώ χρωστά η Ελλάδα στο ΔΝΤ. Αρα η Αθήνα θα παραμείνει υπό την επιτήρηση των δανειστών μέχρι να αποπληρώσει το χρέος της, που με τα σημερινά επιτόκια θα διαρκέσει μέχρι το 2059», αναφέρει η εφημερίδα.

Προς το παρόν η κυβέρνηση μπορεί να αναδεικνύει τη μείωση στο κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου (κάτω από το 4% η απόδοση στο δεκαετές, στο 0,99% το επιτόκιο στα τρίμηνα έντοκα στη χθεσινή δημοπρασία) και σε λίγες ημέρες ίσως την εκταμίευση μιας δόσης της τάξεως των 7,5-8 δισ. ευρώ, αλλά στο σύνολό τους οι οικονομικοί αναλυτές σημειώνουν ότι το ζήτημα της βιώσιμης χρηματοδότησης αποκλειστικά από τις αγορές προϋποθέτει πολύ περισσότερα από την ψήφιση ενός ακόμα πολυνομοσχεδίου προαπαιτουμένων. Τα δημοσιονομικά μέτρα άλλωστε δεν θα αργήσουν και πάλι να χτυπήσουν την πόρτα των Ελλήνων. Μισθωτοί, συνταξιούχοι και αγρότες θα χάσουν από τις τσέπες τους 1,8 δισ. ευρώ από το 2019 αν επιμείνει στις αρχικές θέσεις του το ΔΝΤ, ενώ τον ίδιο χρόνο έχει εγγραφεί με την υπογραφή της κυβέρνησης η υποθήκη των συντάξεων με νέο μαχαίρι 18% σε κύριες και επικουρικές.

Σε αυτό το χρονικό σημείο όμως τα μεγάλα προβλήματα για την κυβέρνηση έχουν τη σφραγίδα των πλειστηριασμών και της ανατροπής των ισορροπιών στις απεργίες.

Στο επείγον υπόμνημα που απέστειλε η ΓΣΕΕ προς τους βουλευτές του ελληνικού Κοινοβουλίου ζητά από του εκπροσώπους του ελληνικού λαού να πράξουν το «καθήκον τους», προασπίζοντας το Σύνταγμα και τις δημοκρατικές ελευθερίες και καταψηφίζοντας το κομμάτι του πολυνομοσχεδίου που αφορά τον τρόπο κήρυξης της απεργίας. Στο οκτασέλιδο υπόμνημά της η ΓΣΕΕ τονίζει και αναλύει το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στην απεργία, που, όπως λέει, υπονομεύεται με την υπό ψήφιση νομοθετική παρέμβαση της κυβέρνησης.

Μεταξύ άλλων στο υπόμνημά της η κορυφαία εργατική ένωση της χώρας σημειώνει τα εξής:

n Το Ελληνικό Σύνταγμα στο άρθρο 23 παρ. 2 αναγνωρίζει ανεπιφύλακτα το δικαίωμα απεργίας. Ορίζει ότι: «Η απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων».

n Η νομοθετική θέσπιση περιορισμών της απεργίας, αλλά και όλη η μνημονιακή νομοθεσία των τελευταίων χρόνων, καταλυτική των εργασιακών δικαιωμάτων, προδιαγράφουν τα όρια της νόμιμης άσκησης του σχετικού απεργιακού δικαιώματος, στο οποίο ορθώνεται σειρά νομοθετικών απαγορεύσεων.

Με τον τρόπο αυτόν αποδυναμώνεται το δικαίωμα και καθίσταται προβληματική για τους εργαζομένους η προσφυγή στην απεργία. Η Συνομοσπονδία θα πραγματοποιήσει για το θέμα αυτό συγκέντρωση Διαμαρτυρίας τη Δευτέρα στις 6 το απόγευμα στο Σύνταγμα.

Η διάταξη του πολυνομοσχεδίουπροβλέπει ότι για την κήρυξη απεργίας απαιτείται να είναι σύμφωνο το 50% των οικονομικά ενεργών μελών πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης. Υπενθυμίζεται ότι με τον ισχύοντα νόμο απαιτούνταν το 20%. Ετσι, ενώ με το ισχύον καθεστώς απαιτούνταν η πλειοψηφία από το 1/3 (στην πρώτη Γενική Συνέλευση) μέχρι το 1/5 (στην τρίτη Γενική Συνέλευση) των τακτοποιημένων οικονομικά μελών, τώρα θα απαιτείται η πλειοψηφία από το 1/2 (50%).

Οι εκπρόσωποι των συνδικαλιστικών οργανώσεων εκφράζουν φόβους ότι η αλλαγή θα φέρει τροποποιήσεις και στις υπόλοιπες οργανώσεις, δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες, με αποτέλεσμα η κήρυξη απεργιών να γίνει δυσκολότερη. Μάλιστα, σημειώνουν ότι σε επιχειρήσεις με μεγάλη διασπορά ανά την επικράτεια είναι πιθανό να γίνει ανέφικτη στην πράξη η λήψη απόφασης για απεργιακή κινητοποίηση. Για τη διεξαγωγή πανελλαδικής ψηφοφορίας θα απαιτείται να στηθούν κάλπες σε όλες τις τοπικές μονάδες μιας επιχείρησης που δραστηριοποιείται σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές, κάτι εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο. Σε αυτό το στάδιο ενδέχεται, για να ληφθεί μια απόφαση για απεργία, να πρέπει να παρέμβει τελικά το δευτεροβάθμιο ή ακόμη και το τριτοβάθμιο σωματείο.

«Καταργείτε τις απεργίες»

Την αντίθεσή τους στη ρύθμιση του πολυνομοσχεδίου για την κήρυξη απεργιακών κινητοποιήσεων εκφράζουν όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης, καταγγέλλοντας ουσιαστικά ότι στόχος της διάταξης είναι η απαγόρευση των απεργιών.

Η ΝΔ υποστηρίζει ότι για την κήρυξη απεργίας είναι απαραίτητη η σύμφωνη γνώμη από το 50%+1, των οικονομικά τακτοποιημένων μελών, καθώς έτσι εξορθολογίζεται η διαδικασία λήψης της απόφασης και υπηρετούνται οι βασικές αρχές της συμμετοχικής δημοκρατίας, από τους ίδιους τους εργαζομένους. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης αφού επεσήμανε ότι θα καταψηφίσει τη ρύθμιση, καθώς είναι «κακότεχνη, αόριστη και αντιφατική», σημείωσε: «Η απαίτηση να προσέλθουν στο ίδιο μέρος το 50%+1 των (εκατοντάδων ή και χιλιάδων) οικονομικώς τακτοποιημένων μελών ενός σωματείου πανελλαδικής εμβέλειας, προκειμένου να συζητήσουν, είναι παράλογη και ισοδυναμεί με κατάργηση του απεργιακού δικαιώματος για τα σωματεία αυτά». Αντιπρότεινε δε, η ψηφοφορία να γίνεται με ηλεκτρονικό τρόπο, ώστε να διευκολυνθούν οι εργαζόμενοι – και η χρήση του ΑΜΚΑ, όπως τονίζεται, μπορεί να διασφαλίσει την ψηφοφορία.

Η Δημοκρατική Συμμαχία, μετά τη συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής της Ομάδας, αποφάσισε ομόφωνα να καταψηφίσει το άρθρο για τις απεργίες. Από την πλευρά τους οι βουλευτές του Ποταμιού, παρότι αρχικά σκέφτονταν να υπερψηφίσουν, τελικά προσανατολίζονται στο «παρών». Τα δύο κόμματα, ωστόσο, στο πλαίσιο της ευρύτερης συνεργασίας τους, θα κατεβάσουν από κοινού πρόταση για δημιουργία ηλεκτρονικής πλατφόρμας μέσω της οποίας ο κάθε εργαζόμενος θα μπορεί να συμμετέχει στις συνελεύσεις. «Δεν δικαιούται ο Τσίπρας να βάλλει κατά της απεργίας, γιατί αυτό θα κατέληγε να είναι χαριστική βολή για την πλήρη εξόντωση της εργατικής τάξης», ήταν το μήνυμα της Ενωσης Κεντρώων.

ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΟΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ. Μέσα σε αυτό το σκηνικό, ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος εμφανίστηκε χθες στη Βουλή με απολογητικό ύφος απέναντι στην κριτική της αντιπολίτευσης για το ζήτημα των απεργιών. Παραδέχθηκε ότι η κυβέρνηση σε αυτό το ζήτημα «έχασε» στη διαπραγμάτευση με τους δανειστές, πρόσθεσε πως είναι μια ρύθμιση που δεν θα την επέλεγε, αλλά ανέφερε πως «δεν είναι και τόσο καταστροφική για τους εργαζομένους». Λίγο πριν κατέβει από το βήμα ο υπουργός Οικονομικών, απευθυνόμενος στην αντιπολίτευση είπε με προφορά Οξφόρδης: «Υou haven’t seen anything yet!» («δεν έχετε δει τίποτα ακόμα!»), θέλοντας να δείξει πως η κυβέρνηση έχει αφήγημα για την έξοδο από το Μνημόνιο.

Από την πλευρά του, ο υπουργός Δικαιοσύνης Σταύρος Κοντονής καταλόγισε «ρητορική φόβου και τρόμου» στην αντιπολίτευση σχετικά με τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς, υποστηρίζοντας ότι τώρα θα υπάρχει διαφάνεια και «δεν θα μπορούν κάποιοι να ελέγξουν με βία και τραμπουκισμούς τους πλειστηριασμούς».