Ηταν ένα σύντομο κείμενο. Λίγες μόνον γραμμές. Ξεκινούσε έτσι: «Σε μια λεπτή στιγμή της εξέλιξης του θέματος των Σκοπίων θα θέλαμε με αίσθημα εθνικής ευθύνης να πούμε τη γνώμη μας». Κατέληγε με οκτώ υπογραφές. Τις θυμίζω: πρώτος ο Γεώργιος Ράλλης, πρώην πρωθυπουργός. Επειτα τέσσερα βαριά ακαδημαϊκά ονόματα, ο Ξενοφών Ζολώτας, ο Αγγελος Αγγελόπουλος, ο Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος και η Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ. Ο Θεμιστοκλής Κουρουσόπουλος, πρώην πρόεδρος του ΣτΕ. Ο Λεωνίδας Κύρκος, ο εμπνευστής της πρωτοβουλίας. Και ο Γεώργιος Κοντογιώργης, ο πρώτος έλληνας επίτροπος στην ΕΟΚ. Ηταν ένα γενναίο κείμενο. Σε μια εποχή κατά την οποία στα συλλαλητήρια της Θεσσαλονίκης ακουγόταν το σύνθημα «στα όπλα, στα όπλα, να πάρουμε τα Σκόπια» και ο μητροπολίτης Παντελεήμων διάβαζε ενώπιον της πόλεως ένα ψήφισμα που αναρωτιόταν: «Τι έχουν να προσφέρουν τα Σκόπια εις την Αμερικήν και εις τον υπόλοιπον πεπολιτισμένον κόσμον, ει μη μόνον εγκληματίας και πάσης φύσεως διεστραμμένους ανθρώπους;». Σ’ αυτήν την εποχή, οκτώ διακεκριμένοι Ελληνες τολμούσαν να πάνε –χωρίς κραυγές, χωρίς χαρακτηρισμούς εναντίον όσων σκέφτονταν διαφορετικά και χωρίς διχαστικές ευκολίες –κόντρα στο ρεύμα.
«Η λύση στο πρόβλημα των Σκοπίων», έλεγαν, «πρέπει να κατοχυρώνει τα εύλογα εθνικά μας συμφέροντα, να αποτρέπει την απομόνωση της Ελλάδος και να ανανεώνει τους εγκάρδιους δεσμούς με τη διεθνή κοινότητα. Να αναβαθμίζει τη θέση της χώρας ως παράγοντα ειρήνης και σταθερότητας στα Βαλκάνια και να της επιτρέπει να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στην αναδιοργάνωση και τον εκδημοκρατισμό της περιοχής στο πλαίσιο της Ενωμένης Ευρώπης».
Η συμβουλή τους, ως γνωστόν, δεν εισακούσθηκε. Οι πολιτικοί ηγέτες της εποχής βρέθηκαν αιχμάλωτοι ενός συναισθηματικά φορτισμένου, πλημμυρικού λαϊκού ρεύματος που είχαν οι ίδιοι ενθαρρύνει, πιστεύοντας πως μπορούσαν να το ελέγξουν, να το μετατρέψουν σε διαπραγματευτικό όπλο ή εργαλείο πολιτικής νομιμοποίησης.
Είχαν το ελαφρυντικό ότι η σεισμική διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας τής ώς τότε ομόσπονδης Δημοκρατίας της Μακεδονίας τούς είχε καταλάβει εξαπίνης. Κι είχαν το θάρρος, οι περισσότεροι, να αναγνωρίσουν το λάθος τους. Εκ των υστέρων, έστω.
Εχουν περάσει 25 χρόνια από τότε. Το «θέμα των Σκοπίων» επανέρχεται υπό συνθήκες ευνοϊκότερες για την ελληνική πλευρά, που καθιστούν πολύ ευκολότερους τους πολιτικούς χειρισμούς. Η «βουκεφαλική» έξαρση των αρχών της δεκαετίας του ’90 έχει προ πολλού εξατμιστεί. Η πολιτική ηγεσία έχει –με εξαιρέσεις φυσικά –εγγράψει στη συλλογική μνήμη μια αυτοκριτική ανάγνωση της τότε στάσης. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 η «εθνική θέση» έχει διατυπωθεί ρεαλιστικά, ως διεκδίκηση ενός συμβιβασμού στη βάση μιας σύνθετης ονομασίας, για όλες τις χρήσεις, και μιας έμπρακτης αναίρεσης της αλυτρωτικής ρητορικής. Το 2001, είχαμε φθάσει κοντά σε μια λύση «Γκόρνα Μακεντόνιγια». Το 2007, όλα τα πολιτικά κόμματα, πλην ΛΑΟΣ, είχαν αποδεχθεί ρητά την πολιτική της σύνθετης ονομασίας –Μακεδονία, με γεωγραφικό προσδιορισμό. Και το 2008, στο πολυσυζητημένο Βουκουρέστι, η χώρα είχε επιτύχει να υιοθετηθεί από το ΝΑΤΟ η ελληνική συμβιβαστική πρόταση ως προϋπόθεση για την ένταξη της FYROM στον Οργανισμό.
Από τότε και επί δέκα χρόνια το θέμα ήταν στο ράφι –χωρίς υποψία ελληνικής ευθύνης. Οσο τη FYROM διαφέντευε το ημιδικτατορικό καθεστώς Γκρούεφσκι, που έχτιζε τη μακεδονική του Ντίσνεϊλαντ και χρησιμοποιούσε την εθνικιστική ρητορική ως οχύρωση της αυταρχικής του εξουσίας, όλοι οι διεθνείς παίκτες αναγνώριζαν πως η αποτελμάτωση της διαφοράς (με όλες τις επικίνδυνες συνέπειές της) ήταν με αποκλειστική ευθύνη εκείνης της πλευράς.
Κι έπειτα, το καθεστώς Γκρούεφσκι κατέρρευσε. Μια νέα ηγεσία στα Σκόπια έθεσε ως πρώτη προτεραιότητα την ένταξη της χώρας στους διεθνείς οργανισμούς και δήλωσε πρόθυμη, καταρχήν, να διερευνήσει τα περιθώρια μιας συμβιβαστικής λύσης με την Ελλάδα. Η στροφή στα Σκόπια ήταν για την Αθήνα μια ευκαιρία, αλλά και μια απειλή. Ευκαιρία λύσης, αλλά και απειλή απομόνωσης, αν τυχόν η Ελλάδα βρεθεί με το βάρος της ευθύνης πως, αυτήν τη φορά, εκείνη είχε υπαναχωρήσει κι ήταν εκείνη το εμπόδιο σε μια λύση που η άλλη πλευρά εμφανιζόταν πρόθυμη να συζητήσει.
Ο χειρισμός της ευκαιρίας, η αποτροπή της απειλής δεν θα ήταν εύκολη υπόθεση. Αλλά, από την άλλη, ποτέ δεν ήταν ευκολότερη. Με τον ελληνικό πολιτικό κόσμο, πλην Χρυσής Αυγής, συντονισμένο στη θέση του 2007, με την Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες για δικούς τους λόγους επισπεύδουσες και με την εθνικιστική, αλυτρωτική ρητορική εξαιρετικά απαξιωμένη στη γειτονική χώρα μετά τη λαίλαπα Γκρούεφσκι, η κυβέρνηση είχε, σε σύγκριση με το 1992, πολύ ευκολότερο έργο.
Αλλά το έργο ήδη μοιάζει να γίνεται δυσκολότερο.
Η «ονοματολογική» συζήτηση μοιάζει να γλιστράει πίσω στο 1992, σαν να μην έχουν μεσολαβήσει τόσα, σαν να μη μας έχουν κάνει σοφότερους όλα αυτά. Η σύγκρουση με την Εκκλησία είναι από μόνη της κακό σημάδι και η πρώτη αντίδραση της κυβέρνησης, εν δικαίω επί της ουσίας, υπήρξε βλακωδώς πολωτική και αδέξια. Και η θέση του κυβερνητικού εταίρου, που βιάστηκε να καπαρώσει το κοπιράιτ του «πατριωτισμού», παραμένει ομιχλώδης και κωμικά αμφίσημη.
Τι πήγε στραβά;
Η κυβέρνηση, νομίζω, έκανε ένα ασυγχώρητο λάθος. Παρέβλεψε τη βασική συμβουλή εκείνου του παλαιού κειμένου των Οκτώ. Πως «το εθνικό θέμα δεν πρέπει να εμπλακεί στις σκοπιμότητες των κομματικών αντιθέσεων και των ρητορικών πλειοδοσιών». Κάποιοι περί τον Τσίπρα μπήκαν στον πειρασμό τού «μ’ ένα σμπάρο, δυο τρυγόνια». Από τη μια πλευρά να αξιοποιήσουν την «υποχρέωση», λόγω ισχυρών διεθνών πιέσεων, επίλυσης μιας χρονίζουσας διαφοράς, ως παράσημο υπευθυνότητας και εκσυγχρονιστικής στάσης. Και από την άλλη να χρησιμοποιήσουν την υπόθεση ως ζιζάνιο που θα σπείρει έριδες στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας και θα ευνοήσει τις εκ δεξιών εθνικιστικές πιέσεις επί του βασικού πολιτικού αντιπάλου.
Παλιομοδίτικος πολιτικαντισμός, επικίνδυνο πολιτικό παιχνίδι, εν ου παικτοίς. Ας ελπίσουμε, τουλάχιστον, ότι το λάθος θα διορθωθεί. Εγκαιρα…