Εγκλωβισμένη στα δόκανα του Μνημονίου και με τα χρονικά περιθώρια της τετραετίας να εξαντλούνται, η κυβέρνηση εξημερώθηκε. Αποδέχθηκε την πατρότητα του προγράμματος που υπέγραψε και σπεύδει να ολοκληρώσει την υλοποίησή του. Επισπεύδει μήπως και η οικονομία δείξει σημάδια ανάκαμψης, που θα της επιτρέψουν να στηρίξει το πολιτικό αφήγημα που χτίζει. Το αφήγημα της επιστροφής στην κανονικότητα και την έξοδο από τα Μνημόνια.
Η κυβέρνηση, τώρα, θέλει να τρέξει γιατί βλέπει την επιστροφή στην κανονικότητα ως τη μόνη πολιτική της διέξοδο. Μήπως και προλάβει να διασωθεί πολιτικά.
Η ειρωνεία της Ιστορίας είναι ότι η στρατηγική αυτή ναρκοθετήθηκε από την ίδια, στην αρχή της θητείας της.
Από τη ζημιά που η ίδια προκάλεσε στην οικονομία και τη χώρα, το πρώτο οκτάμηνο του 2015, με την καταστροφική διαπραγμάτευση και το Μνημόνιο που συνήψε. Και τη φέρνει αντιμέτωπη με την ιδεολογία της, αλλά και τα κοινωνικά στρώματα που θέλει να εκφράσει.
Τώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με τους επαχθείς όρους του Μνημονίου που υπέγραψε. Με το πολυνομοσχέδιο που κατέθεσε στη Βουλή, οι δημόσιοι οργανισμοί της χώρας, η ΔΕΗ, η ΕΥΔΑΠ, η ΕΥΑΘ, τα ΕΛΤΑ κ.ά. επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και στρατηγικής σημασίας περνάνε στο Υπερταμείο, που ελέγχεται από τους δανειστές, για να πουληθούν. Η αριστερή κυβέρνηση επιστρέφει την Ελλάδα στην εποχή της Ούλεν και της Πάουερ. Τα δύο προηγούμενα Μνημόνια που συνήψε το παλαιό πολιτικό σύστημα δεν εμπεριείχαν τέτοιους όρους υποτέλειας και εκποίησης του εθνικού πλούτου. Η επάρατος συγκυβέρνηση τα ασημικά της χώρας δεν τα εκποίησε. Τα εκποιεί η σημερινή αριστερή κυβέρνηση.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Η ζημιά που επέφερε η κυβέρνηση στο τραπεζικό σύστημα το πρώτο οκτάμηνο του 2015, επιδεινώθηκε από το φούσκωμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Με αποτέλεσμα το τραπεζικό σύστημα να μη διαθέτει σήμερα την αναγκαία ρευστότητα για να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης της οικονομίας. Για να μην καταρρεύσουν οι τράπεζες, η κυβέρνηση προχωράει σε πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας. Ζητήματα που αποτελούσαν ταμπού για την Αριστερά, όπως το «κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη», ξεπεράστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες. Το ίδιο και οι απεργίες, που θα αποτελούν σε λίγο παρελθόν.
Την ίδια σπουδή και τον ίδιο κυνισμό δείχνει η κυβέρνηση και στα εθνικά θέματα. Με συνοπτικές διαδικασίες και μυστική διπλωματία επιχειρεί να κλείσει άρον άρον το Σκοπιανό. Ενώ με την ενδοτική πολιτική που ακολουθεί απέναντι στην Τουρκία στο θέμα του ασύλου των οκτώ τούρκων στρατιωτικών και στα θέματα της Θράκης «φινλανδοποιεί» επικίνδυνα την εξωτερική μας πολιτική.
Η κυβέρνηση έχει πάρει έναν δρόμο χωρίς επιστροφή. Η μόνη υπηρεσία που μπορεί, πλέον, να προσφέρει στη χώρα είναι να μην τη συμπαρασύρει στην πτώση της.
Ο Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος είναι καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, πρώην υπουργός, visiting fellow στο Martens Centre του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος