Ο σημερινός Πρωθυπουργός αιφνιδίασε πολλούς τον Ιανουάριο του 2015 με την επιλογή του να θεμελιώσει την κυβέρνησή του στη συμμαχία με το κόμμα των ΑΝΕΛ. Αιφνιδίασε πολύ λιγότερους τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς με την ανανέωση της εμπιστοσύνης του προς τον εταίρο του. Είχε γίνει σαφές πια ότι στο πρόσωπό του είχε βρει έναν φυσικό σύμμαχο, ότι αυτά που τον ένωναν οργανικά μαζί του ήταν πολύ περισσότερα από εκείνα που υποτίθεται ότι τον χώριζαν ιδεολογικά.
Σήμερα είναι σαφές ότι ο κυβερνητικός εταίρος του Πρωθυπουργού έχει εξελιχθεί σε αυτό που προέβλεπαν κάποιοι από την αρχή: ένα μείζον πρόβλημα. Ο επικεφαλής της κυβέρνησης τρέχει σήμερα πίσω από εξελίξεις που δεν καθορίζει ο ίδιος, αλλά είτε η προσωπική ατζέντα του εταίρου του είτε –ακόμη χειρότερα –η αμετροέπεια των στελεχών του κόμματός του.
Η επιλογή του Πρωθυπουργού βασίστηκε τότε σε μια λανθασμένη, τουλάχιστον κατά το ήμισυ, εκτίμηση. Πίστεψε ότι η συμμαχία με τους ΑΝΕΛ, ένα κόμμα εθνικιστικό και λαϊκιστικό, θα του επέτρεπε να αντιπαρατεθεί με λυμένα τα χέρια με τους δανειστές. Παρέβλεψε, όμως, ότι κάποια στιγμή, και ειδικά μετά το τέλος της αυταπάτης, το κόμμα αυτό θα ακολουθούσε τις δικές του μεθόδους επιβίωσης, ότι θα πορευόταν με τη δική του πολιτική κουλτούρα.
Τα χέρια του Πρωθυπουργού είναι σήμερα δεμένα. Ασφαλώς δεν μπορεί να ξέρει κανείς εάν με τη σημερινή γνώση θα έκανε τότε την ίδια επιλογή. Μπορεί να φανταστεί, όπως, τι σημαίνει να πορεύεται δέσμιος.