Ηταν αναμενόμενο αν κάποιος έχει μάθει να αφουγκράζεται και να αποκωδικοποιεί τους κραδασμούς της γυναικείας ψυχολογίας. Το κύμα καταγγελιών παρενόχλησης που προκάλεσαν οι αποκαλύψεις για τα σκάνδαλα και τις σεξουαλικές επιθέσεις του Χάρβεϊ Γουάινστιν, αφού κορυφώθηκε ως το νούμερο ένα τρεντ στη διεθνή ειδησεογραφία και προκάλεσε τη δημιουργία και τη γιγάντωση κινημάτων που καλούν τα θύματα να μιλήσουν, εξελίχθηκε σε μία σύγκρουση μεταξύ γυναικών. Μάλλον ένα από τα σκληρότερα είδη συγκρούσεων στην ιστορία του πολιτισμού.
Από την περασμένη εβδομάδα το δίλημμα τίθεται ως εξής: «Με την Κατρίν ή με την Οπρα;». Η απάντηση εξαρτάται από ποια πλευρά βλέπει κανείς την ερώτηση. «Με την αμερικανική πολιτική ορθότητα ή με τη γαλλική ελευθεριότητα;» (όπως, τουλάχιστον, συνάγεται από κείμενο της αρθρογράφου των «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» Αν-Σιλβέν Σασανί, που πιστεύει ότι η θέση της Ντενέβ επιβεβαιώνει το κλισέ ότι οι Γαλλίδες είναι «εύκολες»). «Με τον αμερικανικό «καταγγελτισμό» ή με τις γαλλικές ισορροπίες ανάμεσα στο έστω και μη αμοιβαίο φλερτ και την παρενόχληση;». Από χθες μάλιστα υπάρχει και μια άλλη παράμετρος. «Με την Ντενέβ της πρώτης τσεκουράτης δήλωσης ή της δεύτερης που, ύστερα από αντίδραση οργίλων φεμινιστριών, ζήτησε συγγνώμη από γυναίκες – θύματα βιασμού, χωρίς να αλλάξει όμως την ουσία των λόγων της;».
Να απαντήσω; Με καμία ταμπέλα και με κανένα τσουβάλιασμα. Με τη θηλυκή λογική και την ερωτική ευαισθησία. Με την αυτοεκτίμηση που δεν μου επιτρέπει να θεωρήσω τον εαυτό μου είδος προς προστασία αλλά και με την απόλυτη επίγνωση ότι πολλές γυναίκες μεγάλωσαν σε περιβάλλοντα που δεν τους επέτρεπαν να καλλιεργήσουν την αυτοπεποίθησή τους. Και, κυρίως, με την κοινωνική εκπαίδευση που θα μάθει σε αγόρια και κορίτσια ότι το σεξ είναι αδιαπραγμάτευτη απόλαυση –καμία σχέση με όρους ανταλλακτικού εμπορίου.