Εχει κάτι το γλυκά παλιομοδίτικο να ακούς τον Δημήτρη Κουτσούμπα. Οι πολλές αναλύσεις είναι πολυτέλεια, η βασική αντιπαράθεση είναι ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργατική τάξη, ή από κει θα είσαι ή από δω. Ο Πρωθυπουργός, ας πούμε, είναι «υπηρέτης των εφοπλιστών, του μεγάλου κεφαλαίου, των τραπεζών και των μεγάλων ομίλων». Εχει προσχωρήσει «στον ρεαλισμό της υποταγής και στην καρέκλα της εξουσίας». Αλλά δεν θα του περάσει, «γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος».
Εχει κάτι το καθησυχαστικό να διαβάζεις κείμενα του ΚΚΕ. Τίποτα δεν αλλάζει, οι στόχοι παραμένουν πάντα οι ίδιοι: να κρατηθεί ψηλά η σημαία του σοσιαλισμού, να πολεμηθεί η Ευρωπαϊκή Ενωση και οποιαδήποτε άλλη μορφή καπιταλιστικών κρατών, να παταχθεί ο εγχώριος και διεθνής οπορτουνισμός. «Το ΚΚΕ καλεί τον λαό να μην έχει καμιά εμπιστοσύνη σε οποιαδήποτε αστική κυβέρνηση» αναφέρεται στη διακήρυξη της Κεντρικής Επιτροπής για τα 100 χρόνια του κόμματος.
Το ζήτημα είναι πώς πρέπει να εκφράζεται αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης. Γιατί αν το ΚΚΕ καλούσε τους πολίτες να πάρουν τα όπλα για να επιβάλουν την αντικατάσταση της «δικτατορίας των εκμεταλλευτών» από τη δικτατορία του προλεταριάτου, θα παραβίαζε το Σύνταγμα και θα ανάγκαζε την εκλεγμένη κυβέρνηση να παρέμβει. Προτιμά έτσι να μιλά αορίστως για ανατροπή των αστικών νόμων στην πράξη. Με απεργίες. Με διαδηλώσεις. Ή με εισβολές στα γραφεία των υπουργών.
Μια τέτοια εισβολή προκάλεσε χθες την έκρηξη του Πρωθυπουργού εναντίον όσων κάθονταν στ’ αριστερά του. Την επόμενη φορά, τους είπε αναφερόμενος στην έφοδο του ΠΑΜΕ στο γραφείο της κ. Αχτσιόγλου, δεν χρειάζονται σπασμένες τζαμαρίες και τηλεοπτικά συνεργεία, αλλά επαγρύπνηση και διάλογος. Με άλλα λόγια, ο Αλέξης Τσίπρας κατηγόρησε τους συνδικαλιστές ότι προβαίνουν σε στημένες διαμαρτυρίες. Οπως κατηγόρησε και το κόμμα που τους καθοδηγεί ότι κρύβεται σαν τους χιλιαστές, περιμένοντας τη Δευτέρα Παρουσία.
Το δίλημμα θα είχε ενδιαφέρον, αν ήταν πραγματικό: τι είναι προτιμότερο, να λερώνεις τα χέρια σου προσπαθώντας έστω και με μικρές ή μεγάλες υποχωρήσεις να εφαρμόσεις μια αριστερή πολιτική ή να παραμένεις εμμονικά εκτός των κύκλων της εξουσίας καταγγέλλοντας καθημερινά τους πάντες και προσδοκώντας τον θρίαμβο μιας άφαντης επανάστασης; Ο ΣΥΡΙΖΑ μιλά για ρεαλισμό και το ΚΚΕ για συνέπεια. Αλλά το κοινό τους σημείο είναι η υποκρισία. Γιατί όση σχέση έχει με τις αξίες της Αριστεράς η επιμονή να υπερφορολογείται όποιος και ό,τι κινείται, άλλη τόση έχει ο ισχυρισμός ότι πρέπει να μπορεί να αποφασίζει για απεργία ένα μικρό ποσοστό των εργαζομένων σε μια επιχείρηση.
«Κανείς δεν μπορεί να εξαπατά πάρα πολλούς για πολύ καιρό» διακήρυξε χθες στη Βουλήο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ. Σωστά. Γι’ αυτό άλλωστε και ο σοσιαλισμός τον οποίο υπερασπίζεται κατέρρευσε. Ενώ ο καπιταλισμός, όσο να’ ναι, παρέχει μια ασφάλεια, ο Πρωθυπουργός το έχει καταλάβει, γι’ αυτό και αγόγγυστα τον υπηρετεί.