Δεν θα είναι μόνο η φώτιση του Θεού, θα είναι οπωσδήποτε και το πολιτικό ένστικτο. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο Ιερώνυμος έχει δίκιο. Δεν υπάρχει λόγος να γίνουν συλλαλητήρια στους δρόμους για να μην μολυνθεί το όνομα. Αρκούν πολύ λιγότερα. Αρκούν μια δημοσκόπηση, κάνα δυο πρωτοσέλιδα και ένας εθνικιστής με δυσανάλογα βαρύ ρόλο για να αντιληφθεί κανείς ότι δεν έχουν αλλάξει και πολλά από τη δεκαετία του 1990, ότι όλες οι εθνικιστικές μας νευρώσεις βρίσκονταν απλώς εν υπνώσει, ότι ο αλυτρωτισμός εκείνης της εποχής παραμένει ατόφιος, ότι μπορεί να ξυπνήσει όπως θα ξυπνούσε σε ένα εφιαλτικό πείραμα κρυογονικής.
Εντάξει, το τέρας ξύπνησε κάπως μουδιασμένο. Ενα Οχι, όμως, δημοσκοπικό μεν, αλλά πάντα ηρωικό, είναι κάτι παραπάνω από την επιτρεπόμενη δόση καφεΐνης. Είναι το επιχείρημα που μπορούν να επικαλεστούν οι εθνικιστές για να τονίσουν τη «βούληση του ελληνικού λαού» ή να ζητήσουν ακόμη και δημοψήφισμα. Και το επιχείρημα που δεν θα μπορεί να αρνηθεί ένα Μαξίμου οργανικά δεμένο με τον δημοκρατικό μύθο των δημοψηφισμάτων και εξαρτημένο όσο ποτέ άλλοτε από τις δημοσκοπήσεις: πώς αγνοείς το 64% των ψηφοφόρων σου που λένε κι εκείνοι Οχι στη χρήση του όρου «Μακεδονία»;
Σε μια σειρά από λάθη είναι μάλλον μάταιο να αναζητήσει κανείς το μεγαλύτερο και το μικρότερο. Αν υπάρχει, όμως, ένα βασικό, πρωταρχικό λάθος ήταν η αυταπάτη του Μαξίμου ότι, έχοντας φορτωθεί στην πλάτη του έναν εθνικιστή, θα μπορούσε να χτίσει με θριαμβολογίες ένα εθνικό success story. Ηταν η απόλυτη φενάκη σε μια κοινωνία που ιστορικά έχει γαλουχηθεί να βλέπει κάθε εθνική συμφωνία σαν εθνική προδοσία. Και που ακόμη κι αν δεν λιώνει πια τις σόλες της στους δρόμους, αρνείται να απαλλάξει την ταυτότητά της από τα εθνικιστικά όσια και ιερά της.