Ο Κώστας Ζουράρις μάς υπενθύμισε, άθελά του, ότι το μεγαλείο της δημοκρατίας δεν αποτυπώνεται μόνο στην ανοχή που επιδεικνύει απέναντι στους υβριστές της. Αποδεικνύεται και από το βήμα που προσφέρει απλόχερα στους διασκεδαστές της. Μας υπενθύμισε όμως και κάτι ακόμη: πως ό,τι ενδυναμώνει τη δημοκρατία δεν είναι απαραίτητο να ενισχύει και τους θεσμούς της. Είναι ένα ζήτημα, δηλαδή, εάν οι διασκεδαστές μπορούν να έχουν θέση στη Βουλή ή στην κυβέρνηση. Κι ακόμη χειρότερα, εάν μπορούν να έχουν θέση οι υβριστές των άλλων.
Εδώ ο Ζουράρις δεν έχει το μονοπώλιο. Πολύ πριν επιστρατεύσει κι αυτός τον Αριστοφάνη για να υποστηρίξει ότι δεν έβριζε τους Ολυμπιακούς και τους Αρειανούς αλλά απλώς μας διασκέδαζε, είχε διαπρέψει στις ύβρεις, τις προσβολές και τη χυδαιότητα ο Παύλος Πολάκης. Ο οποίος, επιπλέον, δεν είχε επιλεγεί από τον Πρωθυπουργό ως διασκεδαστής. Αλλά πιθανότατα ως αυτό που είναι. Ως το πολιτικό ροτβάιλερ μιας κυβέρνησης που από την αρχή της ύπαρξής της αναζητούσε εχθρούς, έστηνε χαρακώματα και κήρυττε πολέμους για να προσδιορίσει την ταυτότητά της.
Τον ίδιο ρόλο, αλλά με άλλο ρεπερτόριο, υπηρέτησε από το βήμα της Βουλής ο Πάνος Καμμένος. Στον μπρούτο κουτσαβακισμό του Πολάκη, ο Καμμένος προσέθεσε την παραληρηματική συνωμοσιολογία. Κι αν τελικά η ταυτότητα της κυβέρνησης προσδιορίστηκε από τους Ζουράρηδες, τους Πολάκηδες και τους Καμμένους είναι επειδή απολύτως φυσιολογικά εγκλωβίστηκε στους διασκεδαστές της, τους υβριστές της. Μόνο που το πρόβλημα την ξεπερνάει. Γιατί το θέμα δεν είναι πόσο κακό κάνουν σε μια κυβέρνηση οι διασκεδαστές και οι υβριστές. Αλλά πόσο κακό κάνουν στη λειτουργία μιας δημοκρατίας.