Πώς είναι τα χρώματα στις πρώτες έγχρωμες ταινίες; Τι τόνος πράσινου ήταν το φουστάνι της γιαγιάς που, αφού γνώρισε μέρες δόξας σε βεγγέρες, κατέληξε ξεσκονόπανο; Εκείνα «τα μελιτζανιά να μην τα βάλεις πια» που λέει το παραδοσιακό τραγούδι αναφέρεται στις αποχρώσεις του μοβ που ξέρουμε σήμερα; Αν αποπειραθεί κάποιος να απαντήσει περιγραφικά σε τέτοιες ερωτήσεις, θα διαπιστώσει ότι οι εποχές έχουν τα χρώματά τους. Που όσο περνούν τα χρόνια γίνονται πιο έντονα, πιο πλούσια, με περισσότερες αποχρώσεις. Και αλλάζουν ονόματα. Από το «αίμα βοδιού» όπως ο Καραγάτσης περιγράφει ένα κραγιόν στο «10», στο «σάπιο μήλο» που έκανε θραύση στη δεκαετία του ’60, στο «σομόν» που στοίχειωσε τα ανδρικά πουκάμισα στα nineties και στο σημερινό «Tuscany» για το κεραμιδί.
Προσωπικά, όποτε γίνεται λόγος περί χρωμάτων, δύο ιστορίες θυμάμαι. Ο Λουτσιάνο Μπένετον, ιδρυτής της ομώνυμης εταιρείας και εμπνευστής του σλόγκαν United Colors, μου διηγήθηκε σε συνέντευξη προ 15ετίας πώς του είχε έρθει η έμπνευση καθώς έβλεπε στην τηλεόραση τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης το 1960 να βασίσει μια επιχειρηματική ιδέα σε αυτήν την έκρηξη χρωμάτων. «Ηταν η πρώτη έγχρωμη μετάδοση της RAI αλλά όποτε η κάμερα έδειχνε τις κερκίδες έμοιαζε με ασπρόμαυρη. Οι θεατές φορούσαν μόνο μαύρα, γκρι και μπλε πουλόβερ». Σε αντιδιαστολή, η Κοκό Σανέλ, προβοκάτορας εκ των έσω της μπουρζουαζίας, λέει στην αυτοβιογραφία της ότι καθώς έβλεπε τις πλούσιες Παριζιάνες στην Οπερα να εκστασιάζονται από τη χρωματική πανδαισία των κοστουμιών των Ρωσικών Μπαλέτων του Ντιαγκίλεφ, μουρμούριζε κακιωμένη: «Του χρόνου θα σας ταράξω στο μαύρο».
Το χρώμα, είτε παρόν είτε απόν, έχει τεράστια υποβλητική δύναμη. Αλλιώς πώς θα ήταν δυνατόν μια από τις πιο αγαπημένες ελληνικές ασπρόμαυρες ταινίες να διηγείται μια ιστορία με «Κίτρινα γάντια»;