Ο Πρωθυπουργός επιχείρησε προχθές στη Βουλή να διαμορφώσει μια πραγματικότητα. Είπε ότι «τα δύσκολα είναι πλέον πίσω μας», ενώ χαρακτήρισε το 2018 «χρονιά – ορόσημο για τη μετάβαση της χώρας σε μια νέα εποχή». Μόνο που αυτή η πραγματικότητα, η πραγματικότητα εσωτερικού θα έλεγε κανείς, συγκρούεται με την πραγματικότητα όπως διαμορφώνεται εκτός συνόρων.
Αυτή η πραγματικότητα, η πραγματικότητα εξωτερικού, λέει ότι δεν μπορεί να υπάρξει ρύθμιση του χρέους χωρίς τη λήψη νέων μέτρων. Λέει ακόμη ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα απαιτεί την υιοθέτηση ενός νέου προγράμματος, ενός προγράμματος που δεν θα λέγεται Μνημόνιο αλλά δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι θα είναι τέτοιο, για να συνεχίσει να αιμοδοτεί το ελληνικό τραπεζικό σύστημα με φθηνό χρήμα. Και λέει ακόμη ότι το αφορολόγητο δεν θα μειωθεί από το 2020 αλλά το 2019, τη χρονιά δηλαδή που ολοκληρώνεται συνταγματικά η θητεία της κυβέρνησης.
Εμμένοντας στη δική του πραγματικότητα, ο Πρωθυπουργός επαναλαμβάνει με κάθε ευκαιρία ότι οι κάλπες θα στηθούν στο τέλος της τετραετίας. Γίνεται σαφές όμως ότι τα περιθώρια στενεύουν δραματικά για τον ίδιο και την κυβέρνησή του. Οτι το έτος που παρουσιάζει ως «ορόσημο για τη μετάβαση της χώρας σε μια νέα εποχή», εννοώντας το τέλος του Μνημονίου που υπέγραψε πριν από τρία χρόνια, δεν είναι παρά ο προθάλαμος μιας εξίσου δύσκολης συνέχειας.
Κάτω από αυτό το πρίσμα το βασικό ζητούμενο δεν είναι πότε θα γίνουν οι εκλογές. Είναι εάν οι κομματικοί υπολογισμοί και οι εκλογικοί τακτικισμοί θα υπονομεύσουν για ακόμη μία φορά την προσπάθεια μιας ολόκληρης κοινωνίας.