Η εξάπλωση της πανώλης που σκότωσε τουλάχιστον το ένα τρίτο του πληθυσμού στην Ευρώπη του Μεσαίωνα, οφειλόταν κυρίως στα παράσιτα των ανθρώπων και όχι στα τρωκτικά. Ενώ η εξάπλωση μιας -έως τώρα άγνωστης αιτιολογίας- επιδημίας που αφάνισε το 80% των Ατζτέκων του Μεξικού, οφειλόταν πιθανότατα σε εντερική σαλμονέλα.
Αυτά είναι τα συμπεράσματα δύο νέων επιστημονικών μελετών, που έρχονται να ρίξουν νέο φως σε δύο περιστατικά, τα οποία έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη τόσο της «γηραιάς» ηπείρου, όσο και του «νέου κόσμου».
Στην πρώτη μελέτη, Νορβηγοί και Ιταλοί επιστήμονες των πανεπιστημίων του Όσλο και της Φεράρα, με επικεφαλής τον καθηγητή Νιλς Στένσεθ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS), σύμφωνα με το BBC, συμπέραναν ότι οι ψύλλοι και οι ψείρες στο σώμα των ανθρώπων και όχι οι αρουραίοι και τα άλλα τρωκτικά -όπως θεωρείτο έως τώρα- ήσαν οι βασικοί φορείς διάδοσης του «Μαύρου Θανάτου», όπως έγινε γνωστή η πανώλη (πανούκλα) που σκότωσε περίπου 25 εκατομμύρια Ευρωπαίους μεταξύ 1347 – 1451.
Χρησιμοποιώντας ιστορικά αρχεία για την εξέλιξη της επιδημίας και τους θανάτους σε εννέα ευρωπαϊκές πόλεις, καθώς και τεχνικές υπολογιστικής προσομοίωσης, οι ερευνητές μοντελοποίησαν τη δυναμική της εξάπλωσής της. Κατέληξαν έτσι στην εκτίμηση ότι ούτε οι αρουραίοι, ούτε η εξάπλωση του βακτηρίου μέσω του αέρα ευθύνονταν, αλλά οι ψύλλοι και οι ψείρες που πηδούσαν από άνθρωπο σε άνθρωπο και έπιναν μολυσμένο αίμα.
Κατά τους επιστήμονες, μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί η τόσο ταχεία εξάπλωση της φονικής επιδημίας. «Θα ήταν απίθανο να έχει εξαπλωθεί τόσο γρήγορα, αν μεταδιδόταν από τους αρουραίους, από ό,τι από σε άνθρωπο σε άνθρωπο» δήλωσε ο Στένσεθ.
Η πανώλη συνεχίζει να ενδημεί σε ορισμένες χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Νότιας Αμερικής, διατηρούμενη σε πληθυσμούς μολυσμένων τρωκτικών. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, μεταξύ 2010 – 2015 υπήρξαν 3.248 διαγνωσμένα περιστατικά πανώλους σε ανθρώπους, από τα οποία τα 584 οδήγησαν σε θάνατο των ασθενών. Η τήρηση των μέτρων υγιεινής αποτελεί βασικό μέτρο προφύλαξης για την αποτροπή των λοιμώξεων.
Οι Αζτέκοι
Στην περίπτωση των Αζτέκων του Μεξικού, εκτιμάται ότι μέσα σε πέντε χρόνια, μεταξύ 1545-1550, περίπου 15 εκατομμύρια άνθρωποι (το 80% των κατοίκων) πέθαναν από μια τρομερή επιδημία που στην τοπική γλώσσα είχε ονομασθεί «κοκολίζτλι» (σημαίνει μάστιγα ή λοιμός). Οι άνθρωποι είχαν υψηλό πυρετό, πονοκεφάλους και αιμορραγία από τα μάτια, το στόμα και τη μύτη, πεθαίνοντας μέσα σε τρεις έως τέσσερις μέρες.
Επρόκειτο για τη δεύτερη, αλλά φονικότερη, από τις τρεις σοβαρότερες επιδημίες που έπληξαν το Μεξικό μετά την άφιξη των Ευρωπαίων. Είχε προηγηθεί πριν δύο δεκαετίες το ξέσπασμα μιας επιδημίας ευλογιάς που σκότωσε πέντε έως οκτώ εκατομμύρια Αζτέκους, ενώ ακολούθησε το 1576-78 μια δεύτερη επιδημία που οδήγησε στο θάνατο τον μισό από τον εναπομείναντα πληθυσμό.
Έκτοτε, οι επιστήμονες προσπαθούν να καταλάβουν ποιος παθογόνος μικροοργανισμός ήταν ο ένοχος για μια από τις φονικότερες επιδημίες στην παγκόσμια ιστορία, που προσεγγίζει εκείνη της πανούκλας της μεσαιωνικής Ευρώπης. Αυτή τη φορά, ίσως οι επιστήμονες έχουν την απάντηση, καθώς πιστεύουν ότι επρόκειτο για ένα «εντερικό πυρετό» παρόμοιο με τον τυφοειδή.
Ερευνητές, με επικεφαλής την ‘Ασιλντ Βάγκενε του Πανεπιστημίου του Τίμπιγκεν της Γερμανίας, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό “Nature Ecology and Evolution”, σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο, ανέλυσαν δείγματα DNA από 29 σκελετούς που είχαν πεθάνει από τη μυστηριώδη νόσο «κοκολίζτλι» και είχαν ταφεί σε κοινό νεκροταφείο.
Η γενετική ανάλυση αποκάλυψε ίχνη μόνο ενός παθογόνου μικροοργανισμού, του βακτηρίου της εντερικής σαλμονέλα (Salmonella enterica), που, μεταξύ άλλων, μπορεί να προκαλέσει τυφοειδή πυρετό. Η σαλμονέλα μεταδίδεται μέσω μολυσμένης τροφής ή νερού και μπορεί να ταξίδεψε στο Μεξικό μέσω των ζώων που έφεραν οι ισπανοί κατακτητές με τα πλοία τους. Η εντερική σαλμονέλα ήταν παρούσα ήδη στη μεσαιωνική Ευρώπη.
Αν και δεν βρήκαν άλλο μικρόβιο στους νεκρούς Αζτέκους, οι γερμανοί επιστήμονες δεν αποκλείουν τελείως είτε να μη μπόρεσαν να ανιχνεύσουν κάτι άλλο που υπήρχε, είτε να πρόκειται για ένα τελείως άγνωστο στους επιστήμονες μικρόβιο.