«Τρεις πινακίδες έξω από το Εμπινγκ, στο Μιζούρι»: Ας ξεφύγουμε λίγο από τις βαθυστόχαστες εισαγωγές και τις εφευρετικές ατάκες κι ας πούμε το βασικότερο: η ταινία ξεκινά και σε γραπώνει από το πρώτο πεντάλεπτο. Ο Μάρτιν ΜακΝτόνα είναι ένας αδιαμφισβήτητος μάστορας της κινηματογραφικής αφήγησης, δίχως να εξηγεί τα πάντα από την αρχή. Αντιθέτως «παγιδεύει» έντεχνα τον θεατή που με τη σειρά του αναζητά, σχεδόν με ανυπομονησία, τις ψηφίδες εκείνες που θα συμπληρώσουν την αφηγηματική ροή.
Κι αν ο άνθρωπος πίσω από την κάμερα είναι ο μαέστρος, οι ηθοποιοί που στέκονται μπροστά της είναι πρώτα βιολιά ακριβείας: μονάχα η ματιά της Φράνσις ΜακΝτόρμαντ στον καθρέφτη του αυτοκινήτου της (η πρώτη φορά που τη βλέπουμε) αρκεί για να αντιληφθούμε όλο το συναισθηματικό βάθος του προσωπικού της δράματος, ακόμα κι αν, εκείνη τη στιγμή, το αγνοούμε. Κοιτάζει τις αδειανές πινακίδες, χάνεται για λίγο στις σκέψεις της και ξαφνικά το βλέμμα της «φωτίζεται» από μια ιδέα. Και εσύ στέκεις ακίνητος, συνεπαρμένος, κι ας μην έχουν παρεμβληθεί σαράντα εκρήξεις και μια χιλιάδα πυροβολισμών.
Εχουν περάσει οκτώ μήνες από τότε που η Μίλντρεντ Χέιζ έχασε την κόρη της, που έπεσε θύμα βιασμού και φόνου. Οι αστυνομικές έρευνες έχουν αποβεί άκαρπες. Και εκείνη αγκαζάρει «τρεις πινακίδες έξω από το Εμπινγκ, στο Μιζούρι», τρία διαφημιστικά πλακάτ, για να διαμαρτυρηθεί, ελπίζοντας πως η αναστάτωση της μικρής κοινότητας θα φέρει κάποιο αποτέλεσμα.
Ο αρχηγός της αστυνομίας (Γούντι Χάρελσον) έρχεται όντως σε δύσκολη θέση. Ο οξύθυμος βοηθός του (Σαμ Ρόκγουελ) δεν είναι ο καλύτερος σύμβουλος. Και ο ΜακΝτόνα διατηρεί, με χαρισματική άνεση, μια ισορροπία ανάμεσα στη γελοιότητα και στο δράμα, όπως ακριβώς και στην αριστουργηματική «Αποστολή στην Μπριζ», αποσπώντας σπουδαίες ερμηνείες απ’ όλο το καστ, έστω κι αν εδώ, ανά στιγμές, μοιάζει να σκοντάφτει σε έναν παράταιρο (με το ύφος του) σεντιμενταλισμό. Επί της ουσίας όμως, κοιτάζει βαθιά μέσα στο σκοτάδι των χαρακτήρων του, απ’ όπου δείχνει ικανός να ανασύρει και το γέλιο, αλλά και την ελπίδα. Λίγες ταινίες φέτος έχουν λύσει τόσο πετυχημένα αυτή την εξίσωση.
Βαθμοί: 8

Αίσθημα ευθύνης

«Η πιο σκοτεινή ώρα»: Με μοναδική εξαίρεση μια σκηνή που διαδραματίζεται στο βρετανικό μετρό, οι πατριωτικές φανφάρες απουσιάζουν από τούτη εδώ τη νέα ταινία του Τζο Ράιτ, που μετά το φρικτό «Παν» επιστρέφει σε φόρμα. Η ταινία του, που τοποθετείται χρονικά στις πρώτες εβδομάδες της πρωθυπουργίας του Τσόρτσιλ (όταν δηλαδή οι Ναζί είχαν αρχίσει να καταλαμβάνουν την Ευρώπη), μιλά κυρίως για το βάρος της ευθύνης και για τη μοναξιά που αυτό επιφέρει. Το εφευρετικό καδράρισμα εντός του σινεμασκόπ κάδρου, κλειστοφοβικό μονάχα για να υπογραμμίσει αυτή τη ψυχολογική συνθήκη, «σπάει» μοναδικά την ακαδημαϊκή γραφή. Και τι να πει κανείς για τον Γκάρι Ολτνμαν; Ο άνθρωπος έχει ενσαρκώσει τον Σιντ Βίσιους των Sex Pistols και τώρα τον Τσόρτσιλ! Και προσέξτε, ο Ολντμαν δεν είναι ηθοποιός της μεθόδου: Μπορεί φυσικά να αναπαράγει με ακρίβεια τις κινήσεις και τις ανάσες του Ουίνστον, αλλά δε θα μπορούσε να τον ενσαρκώσει με τέτοια τελειότητα αν δεν έβρισκε μέσα του μια κοινή συχνότητα. Γι’ αυτό και η ερμηνεία του εδώ είναι από μόνη της ένα μεγάλο γεγονός.

Βαθμοί: 8

Μύηση

«Ζάμα»: Τι παράξενο φιλμ και πόσο οριακά στημένο το χιούμορ του. Βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Αντόνιο Ντι Μπενεντέτο (1956) (ορόσημο στη λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία) και σε παραγωγή του Πέδρο Αλμοδόβαρ, το φιλμ της Λουκρίσια Μαρτέλ μοιάζει αρχικά επί τούτου «αφαιρετικό» και μινιμαλιστικό, γρήγορα όμως αντιλαμβάνεσαι πως η σκηνοθέτιδα κατέχει απόλυτο έλεγχο επί του μέσου, μετατρέποντας την παρακολούθηση του φιλμ σε μια υπνωτική μυσταγωγία. Οπου σε μια μακρινή και απομονωμένη αποικία της Νότιας Αμερικής στα τέλη του 18ου αιώνα, ο Ζάμα, αξιωματικός του ισπανικού στέμματος, περιμένει μάταια μια μετάθεση σε ένα καλύτερο πόστο αναγκασμένος να υπομένει μικροπολιτικά παιχνίδια και εξευτελισμούς. Φιλμ απαιτητικό, αλλά σε αποζημιώνει τόσο στο φινάλε!

Βαθμοί: 6

Η φωνή και το δράμα

«Maria by Callas: Η Μαρία Κάλλας εξομολογείται»: Η ακτινοβολία της Μαρίας Κάλλας αποτελεί σχεδόν φυσικό φαινόμενο, αλλά ο όγκος του υλικού που συγκεντρώνει εδώ ο Τομ Βολφ είναι πέρα από κάθε φαντασία. Το ντοκιμαντέρ αυτό σε βάζει κυριολεκτικά μέσα στο μυαλό και την ψυχή της, πότε καταφεύγοντας σε συνεντεύξεις, πότε μέσα από προσωπικές τις επιστολές (που διαβάζει η Φανί Αρντάν) και πότε απλά μένοντας στο βλέμμα της. Ενα βλέμμα που κουβαλά από μόνο του όλο το δράμα. Λίγο τόλμη ήθελε για να αποκτήσει το όλο οικοδόμημα μια ξεκάθαρα κινηματογραφική υπόσταση, αλλά και πάλι θες να το δεις μέχρι τέλους.

Βαθμοί: 6

Με κομμένη την ανάσα

«Mountain»: Νόμιζα πως που είχε κοπεί η ανάσα με το «The Walk» του Ρόμπερτ Ζεμέκις, εδώ όμως δεν έχουμε να κάνουμε με κόλπα των ψηφιακών εφέ. Το «Mountain» είναι ένα μοναδικό ντοκιμαντέρ για την ορειβασία φωτογραφημένο εντυπωσιακά και κινηματογραφημένο τόσο αποτελεσματικά που σχεδόν σου πέφτει το σαγόνι. Kλασική μουσική συνοδεύει αυτές τις εικόνες συνθέτοντας ένα μαγευτικό θέαμα, αλλά πάρτε μαζί σας καλού κακού καμιά δραμαμίνη. Αφηγείται ο Γουίλεμ Νταφόε.

Βαθμοί: 6

Προβάλλονται επίσης

Στη «Ληστεία του αιώνα», το αστυνομικό σώμα του Λος Αντζελες θέτει στο στόχαστρό του μια ομάδα ληστών σε μια δραματική περιπέτεια με τους Τζέραρντ Μπάτλερ και 50 Cent, ενώ στους «12 Δυνατούς» έχουμε να κάνουμε με μια πατριωτικών τόνων πολεμική περιπέτεια για τους αγώνες των Αμερικανών εναντίον των Ταλιμπάν (παίζουν οι Κρις Χέμσγουορθ και Μάικλ Σάνον). Βγαίνει επίσης και το παιδικό φιλμ «Γατο-συμμορία: η αρχή». Για πολύ μικρά παιδιά αυτό.