Είναι μεγάλη χαρά όταν πρόκειται να γράψεις για έναν ποιητή και για το έργο του, να τα γνωρίζεις τόσο καλά ώστε να μη σου χρειάζεται οποιοδήποτε βοήθημα ακόμη και για μια πληροφορία όσον αφορά την ημερομηνία γέννησής του ή τον αριθμό των βιβλίων του. Ή όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο Μάνος Χατζιδάκις «ακόμη και με ορό αληθείας στις 4 τα ξημερώματα τα ίδια ακριβώς θα σας πω όπως τα λέω πάντα». Αν για μας όμως η ευχέρεια αυτή υπάρχει μόνο για τον Γιάννη Κοντό (που την ερχόμενη Παρασκευή, 19 του μηνός, συμπληρώνονται τρία χρόνια από τον θάνατό του), ή για ελάχιστους ακόμη, για τον ίδιο αποτελούσε μια χαρακτηριστική του ιδιότητα, σε σχέση με μια πλειάδα πεθαμένων ποιητών και συγγραφέων, είτε επρόκειτο για τον Διονύσιο Σολωμό, τον Κ.Π. Καβάφη και τον Κώστα Γ. Καρυωτάκη, είτε για τον Γιώργο Γεραλή, τον Νίκο – Γαβριήλ Πεντζίκη και τον Αλέξη Τραϊανό.
Κανείς άλλος σύγχρονός μας ποιητής δεν θεωρούσε το σύνολο των δημιουργών τόσο πολύ ως οικογένειά του, όπως ο Γιάννης Κοντός, ώστε να έχει οργανώσει την προσωπική του ζωή με τρόπο που η συνύπαρξη και η συναναστροφή του η καθημερινή με τα βιβλία όλων να συνιστά ένα αντίδοτο στη λήθη. Μια λήθη που θα έλεγες ότι δεν τολμούσε πλήρως να τους σκεπάσει καθώς καιροφυλακτούσε ο ποιητής του «Χρονόμετρου», μ’ έναν στίχο τους να τους επαναφέρει δραστήρια στη ζωή.
Μια έφεσή του αυθόρμητη ή και καλλιεργημένη από τον ίδιο για τους αποσυνάγωγους ποιητές –άσχετα αν επρόκειτο για τον Μιχάλη Κατσαρό ή τον Θωμά Γκόρπα –τον έκανε να ταυτίζει την «ποιητική κυριολεξία» με το «ολιγόστευε» του Ν.Δ. Καρούζου, δηλαδή όσο πιο ταπεινά και αρχέγονα ήταν τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ο ποιητής τόσο περισσότερο μπορούσε να προσδοκά στο θαύμα. Παλιές λέξεις, παλιά αισθήματα, ήχοι που έχουν καταχωρισθεί σ’ ένα σύμπαν ώστε ισότιμα ν’ αφυπνίζουν τον Φραντς Κάφκα, την Εμιλι Ντίκινσον και τη Σωτηρία Μπέλλου, χρώματα που έχουν συγχωνευθεί τόσο αρμονικά ώστε να γεννιέται ένας διαρκώς καινούργιος κόσμος, με τόση μάλιστα έκπληξη όση ομολογεί ο ίδιος ο ποιητής όταν γράφει το ποίημα «Μαγική εικόνα»: «Ανοιξες την πόρτα και μετά / άλλη κι άλλη και βρέθηκες / στη μέση του μεγάλου τσίρκου / στο κλουβί με τα λιοντάρια. / Είπες: “Θε μου, τι γυρεύω εδώ; / Εγώ πήγαινα στην τουαλέτα”».
Με την ποίηση να διατηρεί τόση προτεραιότητα στη ζωή του, ώστε δρόμοι και περιοχές, ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα, να επανέρχονται χάρη σε ποιητές και σε ποιήματα που τις είχαν απαθανατίσει κι όχι γιατί είχε συμβεί να τις γνωρίσει ο ίδιος ταξιδεύοντας. Μ’ ένα άπεφθο προσωπικό ιδίωμα, ο συγκερασμός μέσα του φωνών όπως ο Εμπειρίκος, ο Σαχτούρης, ο Σινόπουλος, αποδεικνύει ότι οι πολύ ισχυρές μαθητείες δημιουργούν το ανεξάλειπτο προσωπικό χνάρι.
Με κυρίαρχη ιδιοτυπία του, όπως τώρα μπορούμε να την ελέγχουμε χάρη στη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του, μότο και αφιερώσεις, σε όλα του τα βιβλία, να δοξάζουν ένα πνεύμα οικογενειοκρατίας, της μόνης άδολης και ακίνδυνης, καθώς αφορά την ολιγάριθμη συντεχνία των πραγματικά άξιων ποιητών.