Το κατάστημα της οδού Ερμού στο κέντρο των Τρικάλων μοιάζει άδειο. Εκεί όπου άλλοτε καθόταν –εξαιρετικά καλοντυμένος παρά τα 91 του χρόνια –ο Γρηγόρης Σαράφης δεν υπάρχει κανείς. Ενας από τους πιο γνωστούς επιχειρηματίες στη χώρα, σύμβολο για τη γενέτειρά του τα Τρίκαλα, έφυγε προχθές από τη ζωή σε προχωρημένη ηλικία.
Ηταν ο άνθρωπος που έβαλε στα χείλη των Ελλήνων το σλόγκαν «Σαράφης στα Τρίκαλα, Σαράφης στην Αθήνα, Σαράφης στο Παρίσι», που έγινε διάσημος χάρη στο καινοτόμο επιχειρηματικό του πνεύμα, την αγάπη και το μεράκι γι’ αυτό που έκανε. Οσοι τον γνώρισαν από κοντά ήξεραν ότι κουβαλούσε με συνέπεια αξίες σπουδαιότερες από το χάρισμα ενός οξυδερκούς επιχειρηματία. Ηταν πολιτικοποιημένος από τα νεανικά του χρόνια με σταθερό προσανατολισμό στον αγώνα για έναν δικαιότερο και πιο ανθρώπινο κόσμο. Ηταν κοινωνικός, με αγάπη για τις τέχνες, το ταξίδια, το ψάρεμα, τη ζωή.
Ο δυναμικός του χαρακτήρας και το αίσθημα δικαιοσύνης που τον διακατείχε από μικρό τον έσπρωξαν στο βουνό στη διάρκεια της Κατοχής σε ηλικία μόλις 16 ετών. «Την εποχή εκείνη χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν, τους παράτησε όλους και βρήκε τρόπο να ανέβει στο Περτούλι όπου βρισκόταν το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ και ο θείος του Στέφανος Σαράφης. Ηθελε να πάρει όπλο και να πολεμήσει τους Γερμανούς», διηγείται στα «ΝΕΑ» η κόρη του Λη Σαράφη, ιστορικός. «Οταν τον είδε ο στρατηγός, τον μάλωσε, «πού ήρθες κι εγκατέλειψες το σπίτι;» του είπε, όμως εκείνος επέμενε. Κάθησε 2-3 εβδομάδες, έλαβε μια στοιχειώδη εκπαίδευση και μετά τις πιέσεις του παππού μου επέστρεψε. Σε όλη του τη ζωή, όταν κάτι δεν πήγαινε καλά, αναλάμβανε αμέσως δράση, ήταν έντονα και άμεσα παρεμβατικός», συνεχίζει.
Ως άνθρωπος που αγαπούσε τη ζωή, είχε παρέες όλων των ειδών και όλων των κοινωνικών τάξεων. Από κάθε φάση που διήλθε ο βίος του είχε κρατήσει φίλους. Μέχρι πριν από ένα χρόνο ταξίδευε με το αυτοκίνητό του στην Ελλάδα για να τους συναντήσει. Παιδικός φίλος με τον Απόστολο Καλδάρα και τον Κώστα Βίρβο, αγαπούσε τα ρεμπέτικα και σε κοινωνικές συναναστροφές έπιανε πάντα την κιθάρα ή ένα μπουζούκι για να συμμετάσχει στο γλέντι. Του άρεσε και η τζαζ ενώ ήταν λάτρης της κλασικής μουσικής. «Μου έλεγε, θυμάμαι, πως όντας μαθητής στο γυμνάσιο, έφερε κάποιος στη γειτονιά στα Τρίκαλα ένα γραμμόφωνο. Εκεί για πρώτη φορά άκουσε στη ζωή του όπερα. Και ενθουσιάστηκε. Του έκανε τέτοια εντύπωση που όταν αργότερα ήταν φοιτητής στην Ανωτάτη Εμπορική Σχολή στην Αθήνα πήγαινε κάθε εβδομάδα στη Λυρική Σκηνή», λέει η κόρη του.
Ο Γρηγόρης Σαράφης θα ζήσει τα Δεκεμβριανά από κοντά, καθώς τις ημέρες των μαχών βρίσκεται στην Αθήνα για δουλειές με τον πατέρα και την αδελφή του. Τα γεγονότα θα τον στιγματίσουν για πάντα. Πολιτικά και κοινωνικά. Και θα διαμορφώσουν τον τρόπο που βλέπει τον κόσμο. Θα τελειώσει τη σχολή του, θα γνωρίσει και θα παντρευτεί τη σύζυγό του Μίνα, θα ζήσουν για μερικά χρόνια στην Αθήνα αλλά δεν θα αναλάβει αμέσως το κατάστημα ένδυσης που διατηρούσε ο πατέρας του από το 1916 στην οδό Ερμού των Τρικάλων. Στα χρόνια που ακολουθούν ιδρύει βιοτεχνία με πουκάμισα, εργάζεται ως αντιπρόσωπος, κάνει δουλειές που σχετίζονται με το καλό ρούχο, κάτι που του άρεσε πολύ. Οι γνωστοί του σχολίαζαν πάντα το κομψό και νεανικό ντύσιμο που είχε υιοθετήσει ώς το τέλος της ζωής του.
Από τα Τρίκαλα στο Παρίσι. Τη δεκαετία του ’60 θα αναλάβει τελικά την επιχείρηση του πατέρα του. Και θα διαπρέψει. Το επιχειρηματικό του δαιμόνιο και η τάση του να ακολουθεί τους μοντερνισμούς της εποχής θα οδηγήσουν σε άνθηση τις δραστηριότητές του. Το 1976 ξεκινά την επέκταση της επιχείρησης ιδρύοντας υποκατάστημα στη Φωκίωνος Νέγρη. Το 1980 ανοίγει κατάστημα στο Παρίσι. Κίνηση άκρως τολμηρή για τα δεδομένα της εποχής. «Το Παρίσι του άρεσε πάρα πολύ. Πήγαινε και ξαναπήγαινε, γινόταν και μια διεθνής έκθεση ανδρικής μόδας, οπότε μια μέρα ήρθε στη μητέρα μου και της είπε «μου αρέσει το Παρίσι, θέλω να ανοίξω ένα μαγαζί εκεί». Το έκανε όχι για να βγάλει λεφτά αλλά επειδή του άρεσε η πόλη», συνεχίζει η Λη Σαράφη. Το 1984 άνοιξε κατάστημα στη Λάρισα, το 1988 στον Βόλο και το 1989 ένα στο Κολωνάκι και ένα δεύτερο κατάστημα στα Τρίκαλα».
Η Αριστερά. Ο Γρηγόρης Σαράφης έτρεφε βαθιά αγάπη για τον κόσμο της Αριστεράς. Μελετούσε ιστορία, ήταν φανατικός αναγνώστης των «ΝΕΩΝ» –μέχρι πριν από λίγα χρόνια που μπορούσε ακόμη να διαβάσει με άνεση -, παρακολουθούσε την επιστημονική δραστηριότητα της κόρης του, ταξίδευε συνέχεια. «Του άρεσαν πολύ τα ταξίδια, πήγαινε όσο πιο μακριά μπορούσε να φτάσει. Και ήθελε πάντα να προσφέρει στους υπαλλήλους του –τους οποίους αποκαλούσε συνεργάτες –πολλά από αυτά που ο ίδιος είχε την δυνατότητα να γευθεί. Ετσι είχε βρει ένα σύστημα και κάθε Δεκαπενταύγουστο κλείναμε τα καταστήματα για μία εβδομάδα και οργάνωνε πληρωμένα ταξίδια για όλους τους εργαζόμενους στο εξωτερικό. Πήγαμε όλοι μαζί στη Γερμανία, στην Ισπανία, στη Γαλλία, έχουμε πάει παντού. Ηταν άνθρωπος πολύ θετικός, δεν γκρίνιαξε ποτέ, δεν ήταν μεμψίμοιρος, ούτε καν τους τελευταίους μήνες που νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο», προσθέτει η Λη Σαράφη.
Η οικονομική κρίση. Τα τελευταία χρόνια η οικονομική κρίση τον επηρέασε. Εφερε βαρέως το γεγονός ότι η επιχείρηση αναγκάστηκε να συρρικνωθεί λόγω των συνθηκών. Ηταν άνθρωπος που είχε μάθει να δίνει μάχες ακόμη και με μικρές πιθανότητες επιτυχίας. Ομως η εποχή δεν άφηνε πολλά περιθώρια. «Αν βλέπω τους άλλους γύρω να δουλεύουν δεν ανησυχώ, γιατί ξέρω ότι θα προσπαθήσω για να έχω κι εγώ ένα μερίδιο της δουλειάς. Οταν όμως δεν δουλεύει κανένας, στεναχωριέμαι», έλεγε. Ο Γρηγόρης Σαράφης δεν πήρε σύνταξη ποτέ. Πέθανε εν ενεργεία. Το είχε αποφασίσει πριν από 15 χρόνια, καθώς αισθανόταν πως αν συνταξιοδοτηθεί, η ζωή του την επόμενη μέρα θα τελειώσει. Ετσι έμεινε δημιουργικός ώς το τέλος της ζωής του. Ηρθε, αγάπησε τον άνθρωπο, έζησε με πάθος, κι έφυγε παίρνοντάς μαζί του έναν μύθο.